ἀναβαστάζω: Difference between revisions
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[raise]] or [[lift]] up, [[carry]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 3 March 2024
English (LSJ)
raise or lift up, carry, J.AJ19.3.1, Luc.Anach. 24.
Spanish (DGE)
1 cargar, llevar encima las puertas ἐπὶ τῷ ὤμῳ LXX Id.16.3, a alguien, I.AI 19.220, Luc.Anach.24.
2 levantar ἐκ ῥιζῶν τὴν βοτάνην Cat.Cod.Astr.11(2).166.
German (Pape)
[Seite 180] (s. βαστάζω), aufheben und tragen, Luc. ἐς ὕψος τὸν ἀντίπαλον Gymn. 24.
French (Bailly abrégé)
porter en l'air ou sur les épaules.
Étymologie: ἀνά, βαστάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβαστάζω: поднимать, нести на плечах (τὸν ἀντίπαλον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβαστάζω: ἀνεγείρω, σηκώνω ἐπάνω, φέρω, «ἐς ὕψος ἀναβαστάσας τὸν ἀντίπαλον» Λουκ. Γυμν. 24.
Greek Monolingual
(Α ἀναβαστάζω) βαστάζω
ανυψώνω κάτι και το κρατώ με τα χέρια, κρατώ ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαστάζω.
ΠΑΡ. μσν. ἀναβαστακτήρ.
Greek Monotonic
ἀναβαστάζω: μέλ. -σω, ανεγείρω ή σηκώνω προς τα πάνω, κουβαλώ, σε Λουκ.