ἐδώδιμος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, , -ον Hdt.2.92, Dsc.3.52]<br /><b class="num">1</b> [[comestible]] de plantas ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ ... ἐδωδίμη Hdt.l.c., ὅ γε ξερὸς σῖτος ὅπως καλῶς ἐ. γίγνηται ἐπιμελητέον X.<i>Oec</i>.7.36, cf. Plu.2.968a, <i>BGU</i> 85.3.11 (II d.C.), καρπός Gal.4.603, 11.807, περὶ σικύου ἐδωδίμου Gal.12.121, ἡ ῥίζα καὶ τὸ κατὰ γῆς πεφυκὸς ἐδώδιμόν ἐστι Mnesith.Ath.25.8, τῇ αἰγὶ τὸν θαλλὸν εἶναι ἐδώδιμον D.L.9.80, de anim. (ζῷα) ἐδώδιμα Hdt.3.108, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.12, gener. ὅσα τις ἔχει ἐδώδιμα Th.7.39, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἐδώδιμον]] = [[lo comestible]], [[la parte comestible]] de plantas ὥστε ἀνὰ μέσον εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω Thphr.<i>HP</i> 7.13.8<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὰ ἐδώδιμα]] = [[los comestibles]], [[los alimentos]] τῶν ἐδωδίμων καὶ ποτῶν ἴσον ἀπέχοντος Arist.<i>Cael</i>.295<sup>b</sup>33, cf. <i>Rh</i>.1373<sup>a</sup>30, Thphr.<i>CP</i> 6.11.10, οἱ δ' εἰσεκόμιζον [[ἄλλος]] ἄλλο τι τῶν ἐδωδίμων Luc.<i>Asin</i>.50, fig. διακρίνειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἐδωδίμοις τὸ τρόφιμόν τε καὶ δηλητήριον Gr.Nyss.<i>Beat</i>.113.24.<br /><b class="num">2</b> [[preparado para ser comido]] op. ‘[[crudo]]’ κρέας ... ἑψεθὲν ἁγνὸν καὶ ἐδώδιμον Iul.<i>Or</i>.9.192c, ῥίζα δὲ δακτύλου ... ἐδωδίμη ἐφθή Dsc.l.c.<br /><b class="num">3</b> [[que está permitido comerlo]] τὸ νεῦρον ... οὐδὲ ἡμῖν ἐστιν ἐδώδιμον I.<i>AI</i> 1.334.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ἐδώδιμος, ἐδώδιμη, ἐδώδιμον Hdt.2.92, Dsc.3.52]<br /><b class="num">1</b> [[comestible]] de plantas ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ ... ἐδωδίμη Hdt.l.c., ὅ γε ξερὸς σῖτος ὅπως καλῶς ἐ. γίγνηται ἐπιμελητέον X.<i>Oec</i>.7.36, cf. Plu.2.968a, <i>BGU</i> 85.3.11 (II d.C.), καρπός Gal.4.603, 11.807, περὶ σικύου ἐδωδίμου Gal.12.121, ἡ ῥίζα καὶ τὸ κατὰ γῆς πεφυκὸς ἐδώδιμόν ἐστι Mnesith.Ath.25.8, τῇ αἰγὶ τὸν θαλλὸν εἶναι ἐδώδιμον D.L.9.80, de anim. (ζῷα) ἐδώδιμα Hdt.3.108, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.12, gener. ὅσα τις ἔχει ἐδώδιμα Th.7.39, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἐδώδιμον]] = [[lo comestible]], [[la parte comestible]] de plantas ὥστε ἀνὰ μέσον εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω Thphr.<i>HP</i> 7.13.8<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὰ ἐδώδιμα]] = [[los comestibles]], [[los alimentos]] τῶν ἐδωδίμων καὶ ποτῶν ἴσον ἀπέχοντος Arist.<i>Cael</i>.295<sup>b</sup>33, cf. <i>Rh</i>.1373<sup>a</sup>30, Thphr.<i>CP</i> 6.11.10, οἱ δ' εἰσεκόμιζον [[ἄλλος]] ἄλλο τι τῶν ἐδωδίμων Luc.<i>Asin</i>.50, fig. διακρίνειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἐδωδίμοις τὸ τρόφιμόν τε καὶ δηλητήριον Gr.Nyss.<i>Beat</i>.113.24.<br /><b class="num">2</b> [[preparado para ser comido]] op. ‘[[crudo]]’ [[κρέας]] ... ἑψεθὲν ἁγνὸν καὶ ἐδώδιμον Iul.<i>Or</i>.9.192c, ῥίζα δὲ δακτύλου ... ἐδωδίμη ἐφθή Dsc.l.c.<br /><b class="num">3</b> [[que está permitido comerlo]] τὸ νεῦρον ... οὐδὲ ἡμῖν ἐστιν ἐδώδιμον I.<i>AI</i> 1.334.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0717.png Seite 717]] ον, auch 3 Endgn, Her. 2, 92, zu essen, genießbar, 3, 108 Thuc. 7, 39 u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0717.png Seite 717]] ον, auch 3 Endgn, Her. 2, 92, [[zu essen]], [[genießbar]], 3, 108 Thuc. 7, 39 u. A.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />mangeable, bon à manger, comestible ; τὰ ἐδώδιμα THC provisions de bouche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐδωδή]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />[[mangeable]], [[bon à manger]], [[comestible]] ; [[τὰ ἐδώδιμα]] THC [[provisions de bouche]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐδωδή]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐδώδῐμος:''' 2, Her. 3 годный в пищу, съедобный ([[ῥίζα]] τοῦ λωτοῦ Her.; ᾠά Arst.; [[καρπός]] Plut.).
|elrutext='''ἐδώδῐμος:''' 2, Her. 3 [[годный в пищу]], [[съедобный]] ([[ῥίζα]] τοῦ λωτοῦ Her.; ᾠά Arst.; [[καρπός]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 05:57, 1 July 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐδώδιμος Medium diacritics: ἐδώδιμος Low diacritics: εδώδιμος Capitals: ΕΔΩΔΙΜΟΣ
Transliteration A: edṓdimos Transliteration B: edōdimos Transliteration C: edodimos Beta Code: e)dw/dimos

English (LSJ)

ἐδώδιμον, Thphr. CP 6.11.10, 6.12.12; η, ον Hdt.2.92:—
A eatable, Hdt. l.c., 3.108, etc.; ἐδώδιμα = eatables, provisions, Th.7.39, Arist.Rh.1373a30, Porph.Abst.1.12, etc.
II prepared for eating, cooked, Orib.15.1.8.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [ἐδώδιμος, ἐδώδιμη, ἐδώδιμον Hdt.2.92, Dsc.3.52]
1 comestible de plantas ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ ... ἐδωδίμη Hdt.l.c., ὅ γε ξερὸς σῖτος ὅπως καλῶς ἐ. γίγνηται ἐπιμελητέον X.Oec.7.36, cf. Plu.2.968a, BGU 85.3.11 (II d.C.), καρπός Gal.4.603, 11.807, περὶ σικύου ἐδωδίμου Gal.12.121, ἡ ῥίζα καὶ τὸ κατὰ γῆς πεφυκὸς ἐδώδιμόν ἐστι Mnesith.Ath.25.8, τῇ αἰγὶ τὸν θαλλὸν εἶναι ἐδώδιμον D.L.9.80, de anim. (ζῷα) ἐδώδιμα Hdt.3.108, cf. Porph.Abst.1.12, gener. ὅσα τις ἔχει ἐδώδιμα Th.7.39, cf. Hsch.
subst. τὸ ἐδώδιμον = lo comestible, la parte comestible de plantas ὥστε ἀνὰ μέσον εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω Thphr.HP 7.13.8
subst. τὰ ἐδώδιμα = los comestibles, los alimentos τῶν ἐδωδίμων καὶ ποτῶν ἴσον ἀπέχοντος Arist.Cael.295b33, cf. Rh.1373a30, Thphr.CP 6.11.10, οἱ δ' εἰσεκόμιζον ἄλλος ἄλλο τι τῶν ἐδωδίμων Luc.Asin.50, fig. διακρίνειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἐδωδίμοις τὸ τρόφιμόν τε καὶ δηλητήριον Gr.Nyss.Beat.113.24.
2 preparado para ser comido op. ‘crudoκρέας ... ἑψεθὲν ἁγνὸν καὶ ἐδώδιμον Iul.Or.9.192c, ῥίζα δὲ δακτύλου ... ἐδωδίμη ἐφθή Dsc.l.c.
3 que está permitido comerlo τὸ νεῦρον ... οὐδὲ ἡμῖν ἐστιν ἐδώδιμον I.AI 1.334.

German (Pape)

[Seite 717] ον, auch 3 Endgn, Her. 2, 92, zu essen, genießbar, 3, 108 Thuc. 7, 39 u. A.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
mangeable, bon à manger, comestible ; τὰ ἐδώδιμα THC provisions de bouche.
Étymologie: ἐδωδή.

Russian (Dvoretsky)

ἐδώδῐμος: 2, Her. 3 годный в пищу, съедобный (ῥίζα τοῦ λωτοῦ Her.; ᾠά Arst.; καρπός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐδώδιμος: -ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10., 6. 12, 12, η, ον, Ἡρόδ. 2. 92: -ἐδώδιμος, φαγώσιμος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 108, κτλ.· τὰ ἐδώδιμα, ζωοτροφίαι, τρφαί, ὁ αὐτ. 7. 39, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐδώδιμος, -η, -ον και -ος, -ον) εδωδή
φαγώσιμοςεδώδιμος καρπός»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εδώδιμα
τα τρόφιμα
αρχ.
μαγειρεμένος.

Greek Monotonic

ἐδώδιμος: -ον, σε Ηρόδ., , -ον· φαγώσιμος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐδώδιμα, τά, τροφές, προμήθειες, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐδώδιμος, ον [in Hdt.ος, η, ον,]
eatable, Hdt., Thuc., etc.: ἐδώδιμα, τά, eatables, provisions, Thuc.

Mantoulidis Etymological

(=φαγώσιμος). Ἀπό τό ἐδωδή τοῦ ἔδω. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα ἐσθίω.

Translations

edible

Arabic: صَالِح لِلْأَكَل; Armenian: ուտելի; Asturian: comestible; Azerbaijani: yeməli, yeyilə bilən, yeyilə biləcək; Belarusian: ядомы; Breton: debradus, mat da zebriñ; Bulgarian: ядък, ядлив, годен за ядене; Catalan: comestible; Chinese Mandarin: 食用的, 可吃的; Cornish: dybradow; Czech: jedlý, poživatelný; Danish: spiselig; Dutch: eetbaar; Esperanto: manĝebla; Finnish: syötävä, syömäkelpoinen; French: comestible; Galician: comestible, comestíbel; Georgian: საჭმელად ვარგისი, საკვებად ვარგისი, საკვებად გამოსადეგი, ჭამადი; German: essbar, eßbar; Greek: βρώσιμος, φαγώσιμος, εδώδιμος; Ancient Greek: βρωτέος, βρωτός, βρώσιμος, δαίσιμος, δαίσιος, ἀνθρωπόβρωτος, ἐδανός, ἐδεστός, ἐδώδιμος, ἔμβρωμος; Hebrew: אכיל; Hindi: खाद्य; Hungarian: ehető; Interlingua: comestibile; Irish: inite; Italian: commestibile, edibile, edule; Japanese: 食用の, 食べられる, 食える; Lao: ກ້ານຈອງ; Latin: edulis, esculentus, comestibilis, edibilis; Lithuanian: valgomas; Macedonian: јадлив; Malayalam: ഭക്ഷ്യയോഗ്യമായ; Manx: yn-ee; Norman: mangeabl'ye; Norwegian Bokmål: spiselig; Occitan: comestible; Persian: خوراکی; Polish: jadalny; Portuguese: comestível, edível, comível; Romanian: comestibil, mâncabil; Russian: съедобный, годный в пищу; Sanskrit: खाद्य; Serbo-Croatian Cyrillic: јестив; Roman: jestiv; Sicilian: mancìbbili; Slovak: jedlý, požívateľný; Slovene: užiten; Spanish: comestible; Swedish: ätbar, ätlig; Thai: กินได้; Turkish: yenilebilir; Ukrainian: їстівний; Urdu: کھادیہ; Vietnamese: ăn được; Volapük: fidovik; Welsh: bwytadwy; West Frisian: ytber