ἀντιμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(CSV import)
 
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dep. to [[fight]] [[against]] one, Thuc.
|mdlsjtxt=Dep. to [[fight]] [[against]] one, Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[contra pugnare]]'', to [[fight against]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.68.2/ 4.68.2].
}}
}}

Latest revision as of 13:28, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμᾰχομαι Medium diacritics: ἀντιμάχομαι Low diacritics: αντιμάχομαι Capitals: ΑΝΤΙΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: antimáchomai Transliteration B: antimachomai Transliteration C: antimachomai Beta Code: a)ntima/xomai

English (LSJ)

fight against one, Th.4.68: abs., D.S.22.10.

Spanish (DGE)

luchar enfrente, como enemigo abs. Th.4.68, D.C.65.13.3, 43.17.3
resistir, presentar batalla, defenderse D.S.22.10, τοὺς ἀντιμαχομένους ἀποκτιννύειν X.Eph.1.13.2, c. dat. τῷ πάθει Plu.Fluu.14.1, τὸ ἀντιμαχόμενον αὐτῷ Σῶον Horap.1.6.

German (Pape)

[Seite 255] (s. μάχομαι). dagegen kämpfen, Thuc. 4, 68; Widerstand leisten, τινί, Plut.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεμαχεσάμην;
lutter contre, résister.
Étymologie: ἀντί, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμάχομαι: противоборствовать, сопротивляться (Thuc.; τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμάχομαι: μέλλ. -μαχήσομαι, ἀποθ., μάχομαι ἐναντίον τινός, τῶν προδιδόντων Μεγαρέων ἀντιμαχομένων Θουκ. 4. 68.

Greek Monolingual

(AM ἀντιμάχομαι)
μάχομαι εναντίον κάποιου, καταπολεμώ
νεοελλ.
1. εχθρεύομαι, αποστρέφομαι
2. προβάλλω αντίσταση
3. (μτχ.) τα αντιμαχόμενα
ρητορικό σχήμα με το οποίο αποδεικνύεται το άτοπο ενός ισχυρισμού, ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τη φύση του προσώπου που κρίνεται.

Greek Monotonic

ἀντιμάχομαι: μέλ. -μᾰχήσομαι, αποθ., μάχομαι εναντίον κάποιου, σε Θουκ.

Middle Liddell

Dep. to fight against one, Thuc.

Lexicon Thucydideum

contra pugnare, to fight against, 4.68.2.