καταπρίω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
m (Text replacement - "Hdt" to "Hdt")
 
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -πριοῦμαι<br /><b class="num">1.</b> [[to saw up]], [[Hdt]].<br /><b class="num">2.</b> to cut or [[bite]] [[into]] pieces, Theocr.
|mdlsjtxt=fut. -πριοῦμαι<br /><b class="num">1.</b> [[to saw up]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to cut or [[bite]] [[into]] pieces, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 18 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπρίω Medium diacritics: καταπρίω Low diacritics: καταπρίω Capitals: ΚΑΤΑΠΡΙΩ
Transliteration A: katapríō Transliteration B: katapriō Transliteration C: kataprio Beta Code: katapri/w

English (LSJ)

[ῑ],
A saw up, κορμοὺς ξύλων Hdt.7.36; saw asunder, LXX Su.59.
2 cut or bite into pieces, κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al.283.

German (Pape)

[Seite 1372] (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, teilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.

French (Bailly abrégé)

scier, couper.
Étymologie: κατά, πρίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55.

Russian (Dvoretsky)

καταπρίω: (ῑ)
1 распиливать (κορμοὺς ξόλων Her.);
2 разрезать или раскусывать (τὸ κύμινον Theocr.).

Greek Monolingual

καταπρίω (Α)
1. σχίζω με το πριόνι, καταπριονίζω
2. σχίζω εντελώς
3. τεμαχίζω, κομματιάζω με τα δόντια
4. παθ. καταπρίομαι
μτφ. κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρίω «πριονίζω»].

Greek Monotonic

καταπρίω: [ῑ], μέλ. -πριοῦμαι,
1. πριονίζω, σε Ηρόδ.
2. κόβω ή κατασπαράττω, ξεσχίζω σε κομμάτια, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπρίω: ῑ, καταπριονίζω, σχίζω διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) κατακόπτω ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ κύμινον Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- ὡσαύτως -πρίζω, διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.

Middle Liddell

fut. -πριοῦμαι
1. to saw up, Hdt.
2. to cut or bite into pieces, Theocr.