ἀρτίστομος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(c2) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0362.png Seite 362]] 1) deutlich, fertig redend, Plut. Coriol. 38. – 2) mit guter Mündung, [[κόλπος]] Strab. 5, 4, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0362.png Seite 362]] 1) deutlich, fertig redend, Plut. Coriol. 38. – 2) mit guter Mündung, [[κόλπος]] Strab. 5, 4, 5. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀρτίστομος''': -ον, ὁμιλῶν εἰς καλὸν [[ἰδίωμα]] ἢ [[μετὰ]] σαφηνείας [[ἤτοι]] ὀρθῶς, ἀκριβῶς, Πλουτ. Κορ. 38· «σαφὴς καὶ ὁ ἡδὺ φθεγγόμενος· οὕτω [[Διονύσιος]]» Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -μως [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 150. ΙΙ. ὁ ἔχων καλὸν [[στόμιον]], εἴσοδον, [[κόλπος]] ἀγχιβαθὴς καὶ [[ἀρτίστομος]] Στράβ. 244· [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς διορθοῖ [[ἀμφίστομος]]. ΙΙΙ. ἐν Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 903, ἐπὶ βελῶν λεγόμενον φαίνεται νὰ σημαίνῃ [[βέλος]] [[ἄνευ]] ὀξείας αἰχμῆς, ἀλλὰ [[τοὐναντίον]] ἀμβλείας, τῶν βελέων ῥήγνυσι [[μάλιστα]] τὸ [[ὀστέον]]... τὰ στρογγύλα τε καὶ τὰ περιφερέα καὶ ἀρτίστομα (κατὰ τὸν Γαληνὸν ἀρτίστομα [[πανταχόθεν]] ὁμαλά), Γλωσσ. Γαλην. 442. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A speaking in good idiom, or with precision, Plu.Cor.38, Suid. Adv. -μως Poll.6.150. II with a good mouth or opening, κόλπος Str.5.4.5; λιμήν Id.17.1.6. III ἀ. βέλεα evenly tipped, i. e. not sharp or jagged (πανταχόθεν ὁμαλά Gal.19), Hp.VC11; so ἀ. ξὸΐς plain chisel (not toothed), IG7.3073.148 (Lebad.).
German (Pape)
[Seite 362] 1) deutlich, fertig redend, Plut. Coriol. 38. – 2) mit guter Mündung, κόλπος Strab. 5, 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίστομος: -ον, ὁμιλῶν εἰς καλὸν ἰδίωμα ἢ μετὰ σαφηνείας ἤτοι ὀρθῶς, ἀκριβῶς, Πλουτ. Κορ. 38· «σαφὴς καὶ ὁ ἡδὺ φθεγγόμενος· οὕτω Διονύσιος» Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -μως Πολυδ. Ϛ΄, 150. ΙΙ. ὁ ἔχων καλὸν στόμιον, εἴσοδον, κόλπος ἀγχιβαθὴς καὶ ἀρτίστομος Στράβ. 244· ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ ἀμφίστομος. ΙΙΙ. ἐν Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 903, ἐπὶ βελῶν λεγόμενον φαίνεται νὰ σημαίνῃ βέλος ἄνευ ὀξείας αἰχμῆς, ἀλλὰ τοὐναντίον ἀμβλείας, τῶν βελέων ῥήγνυσι μάλιστα τὸ ὀστέον... τὰ στρογγύλα τε καὶ τὰ περιφερέα καὶ ἀρτίστομα (κατὰ τὸν Γαληνὸν ἀρτίστομα πανταχόθεν ὁμαλά), Γλωσσ. Γαλην. 442.