ἄπλατος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
(13_5)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] ion. [[ἄπλητος]] ([[πελάζω]], ἀπέλατος), unnahbar, furchtbar, schrecklich, so daß man nicht nahe zu kommen wagt, [[ἰσχύς]] Hes. Th. 153; πῦρ Pind. P. 1, 21; [[ὀφίων]] κεφαλαί 12, 9; ἄπλατον [[θρέμμα]], heißt der Nemeische Löwe, Soph. Tr. 1083; αἶσα Ai. 249; vgl. Buttm. Gramm. II p. 208 u. [[ἄπλετος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] ion. [[ἄπλητος]] ([[πελάζω]], ἀπέλατος), unnahbar, furchtbar, schrecklich, so daß man nicht nahe zu kommen wagt, [[ἰσχύς]] Hes. Th. 153; πῦρ Pind. P. 1, 21; [[ὀφίων]] κεφαλαί 12, 9; ἄπλατον [[θρέμμα]], heißt der Nemeische Löwe, Soph. Tr. 1083; αἶσα Ai. 249; vgl. Buttm. Gramm. II p. 208 u. [[ἄπλετος]].
}}
{{ls
|lstext='''ἄπλᾱτος''': Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἐπ. [[ἄπλητος]], ον, (πλησίον, πρβλ. [[τειχεσιπλήτης]]), [[ἀπέλαστος]], [[ἀπροσπέλαστος]], ὅν οὐδεὶς δύναται νὰ πλησιάσῃ, ἀλλ’ ἀείποτε [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ καὶ τερατώδους, σχεδὸν ὅμοιον τῷ [[ἄαπτος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 147, Θ. 151· ἄπλ. πῦρ Πινδ. Π. 1. 40 ([[ὁπόθεν]] πρέπει νὰ διορθωθῇ ἀντὶ τοῦ ἀπλήστου ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 371)· ἀπλάτοις [[ὀφίων]] κεφαλαῖς Πινδ. Π. 12. 15, ἄπλατον… [[Τυφῶν]]’ Ἀποσπ. 93· θρέμμα Σοφ. Τρ. 1093· αἶσα ὁ αὐτ. Αἴ. 255· ἄπλατον, ἀξύμβλητόν τ’ ἐξεθρεψάμην ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ― Πολλαχοῦ τὸ [[ἄπλαστος]] κεῖται ὡς διάφ. γραφή, πρβλ. Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννον εἰς Μήδ. 149· ἴδε [[ὡσαύτως]] καὶ τὴν λέξ. [[ἄπληστος]].
}}
}}

Revision as of 10:20, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπλᾱτος Medium diacritics: ἄπλατος Low diacritics: άπλατος Capitals: ΑΠΛΑΤΟΣ
Transliteration A: áplatos Transliteration B: aplatos Transliteration C: aplatos Beta Code: a)/platos

English (LSJ)

Dor.and Trag.for Ep. ἄπλητος (q.v.), ον, (πελάζω)

   A unapproachable, always with a notion of terrible, monstrous, Hes.Op.148, Th.151; ἄ. πῦρ Pi.P.1.21 (whence it must be restored for ἀπλήστου in A.Pr.373); ὀφίων κεφαλαί, Τυφών, Pi.P.12.9,Fr.93; Ἔχιδνα B.5.62, cf. 12.51; θρέμμα S.Tr.1093; αἶσα Id.Aj.256 (lyr.); ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην Id.Fr.387.—In many places ἄπλαστος is a v.l., Id.Aj.256, E.Med.151 (lyr.); cf. ἄπληστος.    2 = ἄπλετος, κυψέλη Com.Adesp.620; ἄπλατοι ὅσοι Phld.Rh.1.3S., al.; γάλα Diog.Oen. 39, cf. Epicur.Nat.11.154.14, Phld.Oec.p.41 J., Porph.Abst.1.55; cf. ἄπλητος.

German (Pape)

[Seite 292] ion. ἄπλητος (πελάζω, ἀπέλατος), unnahbar, furchtbar, schrecklich, so daß man nicht nahe zu kommen wagt, ἰσχύς Hes. Th. 153; πῦρ Pind. P. 1, 21; ὀφίων κεφαλαί 12, 9; ἄπλατον θρέμμα, heißt der Nemeische Löwe, Soph. Tr. 1083; αἶσα Ai. 249; vgl. Buttm. Gramm. II p. 208 u. ἄπλετος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπλᾱτος: Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἐπ. ἄπλητος, ον, (πλησίον, πρβλ. τειχεσιπλήτης), ἀπέλαστος, ἀπροσπέλαστος, ὅν οὐδεὶς δύναται νὰ πλησιάσῃ, ἀλλ’ ἀείποτε μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ καὶ τερατώδους, σχεδὸν ὅμοιον τῷ ἄαπτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 147, Θ. 151· ἄπλ. πῦρ Πινδ. Π. 1. 40 (ὁπόθεν πρέπει νὰ διορθωθῇ ἀντὶ τοῦ ἀπλήστου ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 371)· ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς Πινδ. Π. 12. 15, ἄπλατον… Τυφῶν’ Ἀποσπ. 93· θρέμμα Σοφ. Τρ. 1093· αἶσα ὁ αὐτ. Αἴ. 255· ἄπλατον, ἀξύμβλητόν τ’ ἐξεθρεψάμην ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ― Πολλαχοῦ τὸ ἄπλαστος κεῖται ὡς διάφ. γραφή, πρβλ. Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννον εἰς Μήδ. 149· ἴδε ὡσαύτως καὶ τὴν λέξ. ἄπληστος.