διαιτάω: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(13_7_2) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0580.png Seite 580]] διῃτώμην, Plat. Phaed. 61 e; Lys. 1, 9; aor. ἐδιαίτησα u. διῄτησα, in composs. auch κατεδιῄτησα; perf. δεδιῄτημαι, Thuc. 7, 77; διῃτήθην, 7, 87. – 1) zu leben geben, ernähren, Medic.; bes. bestimmtes Maaß im Essen u. Trinken vorschreiben, gewisse Speisen zu essen geben, Hippocr. u. A; u. auf diese Weise kuriren, καὶ θεραπεύειν τοὺς νοσοῦντας Plut. Cat. mai. 23; übertr., mildern, Hel. 7, 28. – Med. mit aor. pass., eine gewisse Lebensart führen, [[ἀνειμένως]], Thuc. 2, 59; ὡς ἂν διαιτώμενοι ὑγιαίνοιεν Plat. Gorg. 449 e; sich aufhalten, wohnen, ἐν δόμοισιν Soph. O. C. 769; ἐπ' ἀγροῦ Her. 1, 120; ἐν τοῖς ἀγροῖς Thuc. 2, 14; παρ' ἡμῖν Plat. Phaed. 61 e; ἐν τῷ οἴκῳ διῃτήθη Is. 6, 15, u. sonst; auch δίαιταν δ., eine Lebensart führen, Plut. Pericl. 34; πολλὰ ἐς θεοὺς νόμιμα δεδιῄτημαι Thuc. 7, 77, ich habe durchaus gesetzlich gelebt. – 2) Schiedsrichter sein, als Schiedsrichter entscheiden, Is. 2, 29 u. sonst; τινί , Dem. 21, 84; τινά, 47, 12; [[νείκη]], Dion. Hal. 7, 52; Strab.; παισὶ φιλήματα, Theocr. 12, 34; auch τινά τινι, versöhnen, App. B. C. 5, 93. – Allgemeiner, = leiten, regieren; λαόν Pind. Ol. 9, 66; κεῖνο κεῖν' [[ἆμαρ]] διαίτασεν, vollendete, P. 9, 68; – anordnen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0580.png Seite 580]] διῃτώμην, Plat. Phaed. 61 e; Lys. 1, 9; aor. ἐδιαίτησα u. διῄτησα, in composs. auch κατεδιῄτησα; perf. δεδιῄτημαι, Thuc. 7, 77; διῃτήθην, 7, 87. – 1) zu leben geben, ernähren, Medic.; bes. bestimmtes Maaß im Essen u. Trinken vorschreiben, gewisse Speisen zu essen geben, Hippocr. u. A; u. auf diese Weise kuriren, καὶ θεραπεύειν τοὺς νοσοῦντας Plut. Cat. mai. 23; übertr., mildern, Hel. 7, 28. – Med. mit aor. pass., eine gewisse Lebensart führen, [[ἀνειμένως]], Thuc. 2, 59; ὡς ἂν διαιτώμενοι ὑγιαίνοιεν Plat. Gorg. 449 e; sich aufhalten, wohnen, ἐν δόμοισιν Soph. O. C. 769; ἐπ' ἀγροῦ Her. 1, 120; ἐν τοῖς ἀγροῖς Thuc. 2, 14; παρ' ἡμῖν Plat. Phaed. 61 e; ἐν τῷ οἴκῳ διῃτήθη Is. 6, 15, u. sonst; auch δίαιταν δ., eine Lebensart führen, Plut. Pericl. 34; πολλὰ ἐς θεοὺς νόμιμα δεδιῄτημαι Thuc. 7, 77, ich habe durchaus gesetzlich gelebt. – 2) Schiedsrichter sein, als Schiedsrichter entscheiden, Is. 2, 29 u. sonst; τινί , Dem. 21, 84; τινά, 47, 12; [[νείκη]], Dion. Hal. 7, 52; Strab.; παισὶ φιλήματα, Theocr. 12, 34; auch τινά τινι, versöhnen, App. B. C. 5, 93. – Allgemeiner, = leiten, regieren; λαόν Pind. Ol. 9, 66; κεῖνο κεῖν' [[ἆμαρ]] διαίτασεν, vollendete, P. 9, 68; – anordnen, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δῐαιτάω''': παρατ. διῄτων Διον. Ἁλ. 2. 75, ἀλλ’ ὡσαύτς ἐδιαίτων Α. Β. 91, ἐν συνθέσ. κατεδιῄτα Δημ. 1190. 7· μέλλ. διαιτήσω ὁ αὐτ. 861. 28· - ἀόρ. α΄ διῄτησα Ἰσαῖ. Μενεκλ. § 31, Πλούτ., κλ.· ἀπεδιῄτησα Ἰσαῖ. Εὐφιλ. § 12, Δημ. 1013. 14· κατεδ- ὁ αὐτ. 541, ἐν τέλ., 545. 25, κτλ.· μετεδ- Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 3· Δωρ. διαίτᾱσα Πίνδ. Π. 9. 119· - πρκμ. δεδιῄτηκα Δημ. 902. 26· ὑπερσυντ. κατεδεδιῃτήκει ὁ αὐτ. 542. 6. - Μέσ. καὶ παθ., παρατ. διῃτώμην Πλάτ. Κωμ. Ὑπερβ. 1, Λυσ. 897. 7, κτλ., Ἰων. διαιτώμην, -ᾶτο Ἡρόδ. 3. 65., 4. 95· μέλλ. διαιτήσομαι Λυσ. 145, ἐν τέλ.· οὕτω καὶ ἐν τοῖς παθ. τύποις, ἀόρ. διῃτήθην Θουκ. 7. 87, Ἰσαῖ. 57. 40· διαιτήθην Ἡρόδ. 2. 112 (μέσ. ἀόρ. μόνον ἐν συνθέτοις κατα-)· πρκμ. δεδιῄτημαι Θουκ. 7. 77· ὑπερσ. ἐξεδεδιῄτητο ὁ αὐτ. 1. 132. - Ἡ [[διπλῆ]] [[αὔξησις]] καὶ ἀναδιπλ. [[εἶναι]] συνήθη ἐν τοῖς συνθέτοις, ἀλλ’ ἐν τῷ ἁπλῷ ῥήματι μόνον ἐν τῷ παρκμ. καὶ ὑπερσ., ἴδε Veitch Ἀνώμ. Ρήμ. ἐν λ. ([[δίαιτα]]). Τρέφω κατά τινα ὡρισμένον τρόπον, [[ἐπιβάλλω]] δίαιταν τινά πως Ἱππ. Ἀφ. 1243· δ. τοὺς νοσοῦντας Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 23. - Παθ., διαιτᾶσθαι κατὰ [[ποτὸν]] Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1086· διαιτᾶται [[σκέλος]] ὁ αὐτ. Ἄρθρ. 824. 2) Μέσ. καὶ παθ., [[διάγω]] κατά τινα τρόπον, ζῷ, [[διαμένω]], ἐπ’ ἀγροῦ Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. 123, Θουκ. 1. 6, κτλ.· [[παρά]] τινι Ἡρόδ. 2. 112, Σοφ. Ο. Κ. 928· τοὺν δόμοισιν αὐτ. 769, κτλ.· διαιτᾶσθαι ἄνω, [[κάτω]], κατοικῶ εἰς τὸ ἄνω ἢ τὸ [[κάτω]] πάτωμα, Λυσ. 92. 31· πολλὰ ἐς θεοὺς [[νόμιμα]] δ., διατελῶ τηρῶν…, Θουκ. 7. 77· δ. ἀκριβῶς Ἀνδοκ. 33. 19· [[ἀνειμένως]] Θουκ. 2. 39, πρβλ. 1. 6, κτλ.· δίαιτάν τινα δ. Ἐπ. Πλάτ. 330C. ΙΙ. εἶμαι κριτὴς ἢ [[διαιτητής]], Ἰσαῖ. π. Μενεκλ. Κλ. § 38· [[οὗτος]] διαιτῶν ἡμῖν Δημ. 541. 20· μετ’ αἰτιατ. συστοίχ., δ. δίαιταν Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. 2) μετ’ αἰτιατ. πράγμ., [[κρίνω]] [[περί]] τινος, [[ὁρίζω]], ἀποφασίζω τι, Θεόκρ. 12. 34, Διον. Ἁλ. 7. 52· - [[ὡσαύτως]], τακτοπιῶ, διορθώνω, κατορθώνω τι, ἐκτελῶ, Πίνδ. Π. 9. 121. 3) [[καθόλου]], [[διευθύνω]], κυβερνῶ, πόλιν ὁ αὐτ. Ο. 9. 100, πρβλ. Δημ. 1142. 26. 4) [[διαλλάσσω]], συμφιλιώνω, τινά τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 93. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 5 August 2017
English (LSJ)
impf.
A διῄτων D.H.2.75, also ἐδιαίτων AB91, in compos. κατ-εδιῄτα D.49.19: fut. διαιτήσω Id.29.58: aor. 1 διῄτησα Is.2.31, Plu.Pomp.12, etc.; ἀπ-εδιῄτησα Is.12.12, D.40.17; κατεδ- Id.21.84,96; μετεδ- Luc.DMort.12.3; Dor. διαίτᾱσα Pi.P.9.68: pf. δεδιῄτηκα D.33.31: plpf. κατ-εδεδιῃτήκει Id.21.85:—Med. and Pass., impf. διῃτώμην Pl.Com.168, Lys.32.8, etc., but 2sg. ἐδιῃτῶ Lib.Or.64.93; Ion. διαιτώμην, -ᾶτο, Hdt.3.65, 4.95, part. διαιτεύμενος Hp.Ep.19 (Hermes53.64): fut. διαιτήσομαι Lys.16.4:—pass. forms, aor. διῃτήθην Th.7.87, Is.6.15; διαιτήθην Hdt.2.112 (aor. Med. only κατα-): pf. δεδιῄτημαι Th.7.77, later διῄτημαι Hdn.6.9.5, Gal.6.249: plpf. ἐξεδεδιῄτητο Th.1.132.—The double augm. and redupl. is the rule in compds., but in the simple Verb occurs only in pf. (but δεδιαίτ- in Arist.Ath.53.4 Pap.) and plpf.:—treat, τινά πως Hp.Aph.1.7; δ. τοὺς νοσοῦντας οἵκοι Plu.Cat.Ma.23; κατὰ ποτόν δ. Hp.Epid.3.9:—Pass., διαιτᾶται σκέλος Id.Art.58, cf. Porph. Abst.1.2. 2 Med. and Pass., lead one's life, live, ἐπ' ἀγροῦ Hdt. 1.120, cf. 123, Th.1.6; παρά τινι Hdt.2.112, S.OC928; τοὐν δόμοισιν ἦν διαιτᾶσθαι γλυκύ ib.769; ἄνω, κάτω, live up or down-stairs, Lys.1.9; ἐν Πειραιεῖ Id.32.8; ἐν πύργῳ Aen.Tact.11.3; πολλὰ ἐς θεοὺς νόμιμα δ. live in the observance of .., Th.7.77; ἐν ὅπλοις ἀεὶ καὶ πολεμικοῖς ἔργοις διῃτημένος Hdn.l.c.; δ. ἀκριβῶς And.4.32; ἀνειμένως Th.2.39, cf. 1.6, etc.; δίαιταν δ. μοχθηράν Pl.Ep.330c. II to be arbiter or umpire, Is.2.29: c. inf., διῄτησαν ἡμᾶς ἀποστῆναι ib. 31; οὗτος διαιτῶν ἡμῖν D.21.84: c. acc. cogn., δ. δίαιταν Arist.Ath. 53.5; also οἱ τὴν Οἰνηΐδα διαιτῶντες the panel of arbitrators for the tribe Oeneis, D.47.12. 2 c. acc. rei, arbitrate on, παισὶ φιλήματα Theoc.12.34; νείκη D.H.7.52. b decide, prove a thing, Pi.P. 9.68. c investigate, discuss, τι Str.2.2.1,al.; περί τινος ib.3.8; criticize, τινάς Id.1.2.1. 3 generally, regulate, govern, πόλιν Pi. O.9.66: abs., αὐτοτελῶς Phld.D.1.22, cf. 24. 4 reconcile, τινά τινι App.BC5.93. 5 moderate, regulate, Hld.3.10,al.; administer, τὰ ἐκ τῶν διαθηκῶν Luc. Tox.23. (Perh. formed from δια-ιτάω from διά and Ιτάω (εἶμι 'ibo'); for sense 11 cf. διαβαίνω 11.4: δίαιτα is a post-verbal creation.)
German (Pape)
[Seite 580] διῃτώμην, Plat. Phaed. 61 e; Lys. 1, 9; aor. ἐδιαίτησα u. διῄτησα, in composs. auch κατεδιῄτησα; perf. δεδιῄτημαι, Thuc. 7, 77; διῃτήθην, 7, 87. – 1) zu leben geben, ernähren, Medic.; bes. bestimmtes Maaß im Essen u. Trinken vorschreiben, gewisse Speisen zu essen geben, Hippocr. u. A; u. auf diese Weise kuriren, καὶ θεραπεύειν τοὺς νοσοῦντας Plut. Cat. mai. 23; übertr., mildern, Hel. 7, 28. – Med. mit aor. pass., eine gewisse Lebensart führen, ἀνειμένως, Thuc. 2, 59; ὡς ἂν διαιτώμενοι ὑγιαίνοιεν Plat. Gorg. 449 e; sich aufhalten, wohnen, ἐν δόμοισιν Soph. O. C. 769; ἐπ' ἀγροῦ Her. 1, 120; ἐν τοῖς ἀγροῖς Thuc. 2, 14; παρ' ἡμῖν Plat. Phaed. 61 e; ἐν τῷ οἴκῳ διῃτήθη Is. 6, 15, u. sonst; auch δίαιταν δ., eine Lebensart führen, Plut. Pericl. 34; πολλὰ ἐς θεοὺς νόμιμα δεδιῄτημαι Thuc. 7, 77, ich habe durchaus gesetzlich gelebt. – 2) Schiedsrichter sein, als Schiedsrichter entscheiden, Is. 2, 29 u. sonst; τινί , Dem. 21, 84; τινά, 47, 12; νείκη, Dion. Hal. 7, 52; Strab.; παισὶ φιλήματα, Theocr. 12, 34; auch τινά τινι, versöhnen, App. B. C. 5, 93. – Allgemeiner, = leiten, regieren; λαόν Pind. Ol. 9, 66; κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν, vollendete, P. 9, 68; – anordnen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δῐαιτάω: παρατ. διῄτων Διον. Ἁλ. 2. 75, ἀλλ’ ὡσαύτς ἐδιαίτων Α. Β. 91, ἐν συνθέσ. κατεδιῄτα Δημ. 1190. 7· μέλλ. διαιτήσω ὁ αὐτ. 861. 28· - ἀόρ. α΄ διῄτησα Ἰσαῖ. Μενεκλ. § 31, Πλούτ., κλ.· ἀπεδιῄτησα Ἰσαῖ. Εὐφιλ. § 12, Δημ. 1013. 14· κατεδ- ὁ αὐτ. 541, ἐν τέλ., 545. 25, κτλ.· μετεδ- Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 3· Δωρ. διαίτᾱσα Πίνδ. Π. 9. 119· - πρκμ. δεδιῄτηκα Δημ. 902. 26· ὑπερσυντ. κατεδεδιῃτήκει ὁ αὐτ. 542. 6. - Μέσ. καὶ παθ., παρατ. διῃτώμην Πλάτ. Κωμ. Ὑπερβ. 1, Λυσ. 897. 7, κτλ., Ἰων. διαιτώμην, -ᾶτο Ἡρόδ. 3. 65., 4. 95· μέλλ. διαιτήσομαι Λυσ. 145, ἐν τέλ.· οὕτω καὶ ἐν τοῖς παθ. τύποις, ἀόρ. διῃτήθην Θουκ. 7. 87, Ἰσαῖ. 57. 40· διαιτήθην Ἡρόδ. 2. 112 (μέσ. ἀόρ. μόνον ἐν συνθέτοις κατα-)· πρκμ. δεδιῄτημαι Θουκ. 7. 77· ὑπερσ. ἐξεδεδιῄτητο ὁ αὐτ. 1. 132. - Ἡ διπλῆ αὔξησις καὶ ἀναδιπλ. εἶναι συνήθη ἐν τοῖς συνθέτοις, ἀλλ’ ἐν τῷ ἁπλῷ ῥήματι μόνον ἐν τῷ παρκμ. καὶ ὑπερσ., ἴδε Veitch Ἀνώμ. Ρήμ. ἐν λ. (δίαιτα). Τρέφω κατά τινα ὡρισμένον τρόπον, ἐπιβάλλω δίαιταν τινά πως Ἱππ. Ἀφ. 1243· δ. τοὺς νοσοῦντας Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 23. - Παθ., διαιτᾶσθαι κατὰ ποτὸν Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1086· διαιτᾶται σκέλος ὁ αὐτ. Ἄρθρ. 824. 2) Μέσ. καὶ παθ., διάγω κατά τινα τρόπον, ζῷ, διαμένω, ἐπ’ ἀγροῦ Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. 123, Θουκ. 1. 6, κτλ.· παρά τινι Ἡρόδ. 2. 112, Σοφ. Ο. Κ. 928· τοὺν δόμοισιν αὐτ. 769, κτλ.· διαιτᾶσθαι ἄνω, κάτω, κατοικῶ εἰς τὸ ἄνω ἢ τὸ κάτω πάτωμα, Λυσ. 92. 31· πολλὰ ἐς θεοὺς νόμιμα δ., διατελῶ τηρῶν…, Θουκ. 7. 77· δ. ἀκριβῶς Ἀνδοκ. 33. 19· ἀνειμένως Θουκ. 2. 39, πρβλ. 1. 6, κτλ.· δίαιτάν τινα δ. Ἐπ. Πλάτ. 330C. ΙΙ. εἶμαι κριτὴς ἢ διαιτητής, Ἰσαῖ. π. Μενεκλ. Κλ. § 38· οὗτος διαιτῶν ἡμῖν Δημ. 541. 20· μετ’ αἰτιατ. συστοίχ., δ. δίαιταν Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. 2) μετ’ αἰτιατ. πράγμ., κρίνω περί τινος, ὁρίζω, ἀποφασίζω τι, Θεόκρ. 12. 34, Διον. Ἁλ. 7. 52· - ὡσαύτως, τακτοπιῶ, διορθώνω, κατορθώνω τι, ἐκτελῶ, Πίνδ. Π. 9. 121. 3) καθόλου, διευθύνω, κυβερνῶ, πόλιν ὁ αὐτ. Ο. 9. 100, πρβλ. Δημ. 1142. 26. 4) διαλλάσσω, συμφιλιώνω, τινά τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 93.