ξέω: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(13_6a)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] (ξυ), <b class="b2">schaben</b>, glatt machen, durch Behauen, Hobeln, Schaben u. <b class="b2">dgl. glättenn</b>. poliren, bes. vom Holze; Od. 5, 245. 17, 341. 21, 44, ξέσσεν [[ἐπισταμένως]], von der Bearbeitung des Holzes zum Schiffod. Hausbau; auch [[λέχος]] ἔξεον, 23, 199. Einzeln bei Sp. von den Arbeiten des Zimmermanns, Tischlers, Drechslers, Hornarbeiters, Steinmetzen. – Uebertr. von der Rede, sein ausarbeiten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] (ξυ), <b class="b2">schaben</b>, glatt machen, durch Behauen, Hobeln, Schaben u. <b class="b2">dgl. glättenn</b>. poliren, bes. vom Holze; Od. 5, 245. 17, 341. 21, 44, ξέσσεν [[ἐπισταμένως]], von der Bearbeitung des Holzes zum Schiffod. Hausbau; auch [[λέχος]] ἔξεον, 23, 199. Einzeln bei Sp. von den Arbeiten des Zimmermanns, Tischlers, Drechslers, Hornarbeiters, Steinmetzen. – Uebertr. von der Rede, sein ausarbeiten.
}}
{{ls
|lstext='''ξέω''': παρατ. ἐξεον Ὀδ. Ψ. 199: ἀόρ. ἔξεσα Σώφρων 73 Ahr., Ἐπικ. ξέσσα Ὀδ.: πρκμ. ἔξηκα (ἔξεκα?) Ὀξ. Ἀν. 4. 196, 31. - Παθ. ἀόρ. ξεσθῆναι Γεωπ.: πρκμ. ἔξεσμαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 684· - πρβλ. ἀπο-, ἐπι-, καταξέω. Λεαίνω, στιλβώνω ξέων, ῥινίζων, ῥοκανίζων, κτλ., Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ἀείποτε ἐπὶ ξύλου, [[ξέσσε]] δ’ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ σταθμὴν ἴθυνεν Ε. 245, πρβλ. Ρ. 341., Φ. 44· [[λέχος]] ἔξεον, ὄφρ’ ἐτέλεσσα Ψ. 199· [[μετέπειτα]] ἐπὶ γλύπτου, Σιμων. (;) 186· οἱ ξέοντες Πλάτ. Θεάγ. 124Β· [[στήμων]] ἐξεσμένος, [[καλῶς]] τεταμένος, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ξύω, [[ἑπομένως]] [[ἐρεθίζω]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9. Συγγενὲς τῷ ξύω, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ αὐτὸ κατὰ σημασίαν. Ἐκ. τοῦ ξέω παράγονται τὰ ξόανον, ξοΐς, -ξόος (ἐν τῷ [[κεραοξόος]] κτλ.)· ἐκ δὲ τοῦ ξύω παράγονται τὰ ξυρόν, ξυστός, [[ξύστρα]], ξύσις, ξύσμα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. kshu-ras ([[ξυρόν]], [[ξυράφιον]]), Ἀρχ. Γερμ. sche-ran ([[κείρω]]), κτλ.· - [[ἴσως]] τὸ Λατ. scabo, Ἀγγλ. shave, [[ξυρίζω]], [[εἶναι]] συγγενές, ὡς καὶ τὰ scalpo, sculpo, καὶ Ἑλλ. [[ξαίνω]], [[ξίφος]] (ὃ ἴδε)· - ὁ Aufrecht. παραβάλλει [[ὡσαύτως]] τὸ ἐν ταῖς Βέδαις Kshnu (ἀκονῶ)).
}}
}}

Revision as of 10:56, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξέω Medium diacritics: ξέω Low diacritics: ξέω Capitals: ΞΕΩ
Transliteration A: xéō Transliteration B: xeō Transliteration C: kseo Beta Code: ce/w

English (LSJ)

impf.

   A ἔξεον Od.23.199 : fut. ξέσω Paul.Aeg.3.22.12 : aor. ἔξεσα Sophr.110 ; Ep. ξέσσα Od.5.245, ξέσα Simon.185 A: pf. ἔξεκα Choerob. in Theod.2.80:—Pass., Hsch.s.v. σπαρασσόμεθα: aor. inf. ξεσθῆναι Gp.10.65.6, (κατ-) Plu.2.953b: pf. ἔξεσμαι Ar.Fr.728, (ἀπ-) Hp.Nat.Mul.109: plpf. ἔξεστο Hld.5.14:—shave or plane timber, ξέσσεδ' ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν Od.5.245,cf.17.341,21.44; οἱ ξέοντες Pl.Thg.124b.    2 carve wood, shape by carving, λέχος ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα Od.23.199 ; τίς νιν ξέσε; Σκόπας Simon.l.c.:—Pass., Hld.l.c.    3 whittle, pare, in grafting, Gp.4.12.14.    II scrape smooth, polish, τοὺς ὄνυχας Philostr.VS2.5.2 ; τὸ βλέφαρον ξέσομεν διὰ κισήρεως Paul.Aeg.l.c. ; τὸ ὀστοῦν Id.6.2 ; στήμων ἐξεσμένος smoothed thread, Ar.l.c.    2 roughen by scraping, προτετραχυμμένης <καὶ οἷον> ἐξεσμένης τῆς ὑστέρας Sor.1.36 ; irritate, ἔντερα Aret. SD2.9.    3 = ξαίνω, flog, τοὺς ἐν δικαστηρίῳ ξεσθέντας καὶ ξύλοις τυφθέντας Orib.Fr.90 ; τοὺς ἐν δικαστηρίῳ μαστιγωθέντας καὶ ξεσθέντας Aët.15.37.

German (Pape)

[Seite 278] (ξυ), schaben, glatt machen, durch Behauen, Hobeln, Schaben u. dgl. glättenn. poliren, bes. vom Holze; Od. 5, 245. 17, 341. 21, 44, ξέσσεν ἐπισταμένως, von der Bearbeitung des Holzes zum Schiffod. Hausbau; auch λέχος ἔξεον, 23, 199. Einzeln bei Sp. von den Arbeiten des Zimmermanns, Tischlers, Drechslers, Hornarbeiters, Steinmetzen. – Uebertr. von der Rede, sein ausarbeiten.

Greek (Liddell-Scott)

ξέω: παρατ. ἐξεον Ὀδ. Ψ. 199: ἀόρ. ἔξεσα Σώφρων 73 Ahr., Ἐπικ. ξέσσα Ὀδ.: πρκμ. ἔξηκα (ἔξεκα?) Ὀξ. Ἀν. 4. 196, 31. - Παθ. ἀόρ. ξεσθῆναι Γεωπ.: πρκμ. ἔξεσμαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 684· - πρβλ. ἀπο-, ἐπι-, καταξέω. Λεαίνω, στιλβώνω ξέων, ῥινίζων, ῥοκανίζων, κτλ., Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ἀείποτε ἐπὶ ξύλου, ξέσσε δ’ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ σταθμὴν ἴθυνεν Ε. 245, πρβλ. Ρ. 341., Φ. 44· λέχος ἔξεον, ὄφρ’ ἐτέλεσσα Ψ. 199· μετέπειτα ἐπὶ γλύπτου, Σιμων. (;) 186· οἱ ξέοντες Πλάτ. Θεάγ. 124Β· στήμων ἐξεσμένος, καλῶς τεταμένος, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ξύω, ἑπομένως ἐρεθίζω, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9. Συγγενὲς τῷ ξύω, ὅπερ εἶναι τὸ αὐτὸ κατὰ σημασίαν. Ἐκ. τοῦ ξέω παράγονται τὰ ξόανον, ξοΐς, -ξόος (ἐν τῷ κεραοξόος κτλ.)· ἐκ δὲ τοῦ ξύω παράγονται τὰ ξυρόν, ξυστός, ξύστρα, ξύσις, ξύσμα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. kshu-ras (ξυρόν, ξυράφιον), Ἀρχ. Γερμ. sche-ran (κείρω), κτλ.· - ἴσως τὸ Λατ. scabo, Ἀγγλ. shave, ξυρίζω, εἶναι συγγενές, ὡς καὶ τὰ scalpo, sculpo, καὶ Ἑλλ. ξαίνω, ξίφος (ὃ ἴδε)· - ὁ Aufrecht. παραβάλλει ὡσαύτως τὸ ἐν ταῖς Βέδαις Kshnu (ἀκονῶ)).