ὑποικουρέω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(13_6a)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1218.png Seite 1218]] 1) zu Hause bleiben, das Haus hüten, sich im Hause verborgen halten, übh. sich worunter verbergen, verstecken, ὑποικουρουμένης παρ' αὐτῷ τῆς ὀργῆς Pol. 4, 29, 7; auch ὑποικουροῦσαν ἀσπίδα, sc. τῇ γῇ, Ael. H. A. 2, 32; Luc. Gall. 24. – 2) sich bei Einem einschleichen, [[νόσος]] ὑποικούρησεν αὐτούς Plut. Cam. 28; heimlich bei ihm Einfluß gewinnen, auch Einen aufwiegeln, Plut. Oth. 3 Lucull. 34; χρήμασιν καὶ διαφθείρειν Pomp. 58. – Aber Ar. Thesm. 1168 ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, τοῖσιν ἀνδράσιν διαβαλῶ ist = heimlich ersinnen, Schol. [[λάθρα]] ποιεῖτε.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1218.png Seite 1218]] 1) zu Hause bleiben, das Haus hüten, sich im Hause verborgen halten, übh. sich worunter verbergen, verstecken, ὑποικουρουμένης παρ' αὐτῷ τῆς ὀργῆς Pol. 4, 29, 7; auch ὑποικουροῦσαν ἀσπίδα, sc. τῇ γῇ, Ael. H. A. 2, 32; Luc. Gall. 24. – 2) sich bei Einem einschleichen, [[νόσος]] ὑποικούρησεν αὐτούς Plut. Cam. 28; heimlich bei ihm Einfluß gewinnen, auch Einen aufwiegeln, Plut. Oth. 3 Lucull. 34; χρήμασιν καὶ διαφθείρειν Pomp. 58. – Aber Ar. Thesm. 1168 ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, τοῖσιν ἀνδράσιν διαβαλῶ ist = heimlich ersinnen, Schol. [[λάθρα]] ποιεῖτε.
}}
{{ls
|lstext='''ὑποικουρέω''': οἰκουρῶ, [[μένω]] [[οἴκοι]], κατοικῶ [[ἐντός]], Αἰλ. π. Ζῴων 11. 32. - μεταφορ., κακὸν ὑπ. ἐν τῇ ψυχῇ, μένει κεκρυμμένον [[ἐντός]], ὑπολανθάνει ὑπάρχον ἐν αὐτῇ, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 6· [[μάλιστα]] ἐν τῇ μετοχῇ, [[ἀμορφία]] ὑποικουροῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 24· [[μῖσος]] τὸ ὑποικουροῦν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 5, 5, πρβλ. Διοδ. Ἀποσπ. 583. 32. ΙΙ. μεταβ., τηρῶ, φυλάττω κρυφίως, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἢ μηχανῶμαι, [[παρασκευάζω]] κρυφίως, ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, «ἃ ποιοῦσαι ὑποικουρεῖτε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Θεσμ. 1168, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 42. - Παθ., ὑποικουρουμένη [[ὀργή]], κρυφίως ὑποτρεφομένη, Πολύβ. 4. 49, 4, πρβλ. 3. 11, 3. 20 μετ’ αἰτ. προσ., μυστικῶς ἐπιδρῶ ἐπί τινος, ὑποκούρει τὴν Φιμβριανὴν στρατιὰν καὶ παρώξυνε κατὰ τοῦ Λουκούλλου Πλουτ. Λούκουλλ. 34· τοὺς στρατιώτας χρήμασιν ὑπ. καὶ διαφθείρειν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 58· [[νόσος]] ὑπ. αὐτούς, εἰσεχώρησεν, εἰσέδυ μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 28. 3) ἀπολ., μηχανῶμαι δόλους, [[δολιεύομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Ὄθ. 3.
}}
}}

Revision as of 11:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποικουρέω Medium diacritics: ὑποικουρέω Low diacritics: υποικουρέω Capitals: ΥΠΟΙΚΟΥΡΕΩ
Transliteration A: hypoikouréō Transliteration B: hypoikoureō Transliteration C: ypoikoureo Beta Code: u(poikoure/w

English (LSJ)

   A keep house, stay at home, Ael.NA11.32: metaph., κακὸν ὑ. ἐν τῇ ψυχῇ lurks, lies hidden, Luc.Abd.6; ἢν μὴ ὑποικουρέωσι φλεγμοναί Aret. CA2.3; esp. in part., ἀμορφία ὑποικουροῦσα Luc.Gall.24; μῖσος τὸ ὑποικουροῦν J.AJ17.5.5, cf. D.S.31.17.    II trans., engage in or plot underhand, ἃ . . -εῖτε τοῖσιν ἀνδράσιν Ar.Th.1168, cf. Plu.Pomp.42:—Pass., ὑποικουρουμένη ὀργή anger secretly cherished, Plb.4.49.4, cf. 3.11.3: τὰ -ημένα the plot, intrigue, Ph.2.202.    2 c. acc. pers., work secretly upon, τὴν στρατιάν Plu.Luc.34; χρήμασι πολλοὺς ἄρχοντας Id.Pomp.58; νόσος ὑ. αὐτούς crept in among them, Id.Cam.28.    3 abs., intrigue, Id.Oth.3.

German (Pape)

[Seite 1218] 1) zu Hause bleiben, das Haus hüten, sich im Hause verborgen halten, übh. sich worunter verbergen, verstecken, ὑποικουρουμένης παρ' αὐτῷ τῆς ὀργῆς Pol. 4, 29, 7; auch ὑποικουροῦσαν ἀσπίδα, sc. τῇ γῇ, Ael. H. A. 2, 32; Luc. Gall. 24. – 2) sich bei Einem einschleichen, νόσος ὑποικούρησεν αὐτούς Plut. Cam. 28; heimlich bei ihm Einfluß gewinnen, auch Einen aufwiegeln, Plut. Oth. 3 Lucull. 34; χρήμασιν καὶ διαφθείρειν Pomp. 58. – Aber Ar. Thesm. 1168 ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, τοῖσιν ἀνδράσιν διαβαλῶ ist = heimlich ersinnen, Schol. λάθρα ποιεῖτε.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποικουρέω: οἰκουρῶ, μένω οἴκοι, κατοικῶ ἐντός, Αἰλ. π. Ζῴων 11. 32. - μεταφορ., κακὸν ὑπ. ἐν τῇ ψυχῇ, μένει κεκρυμμένον ἐντός, ὑπολανθάνει ὑπάρχον ἐν αὐτῇ, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 6· μάλιστα ἐν τῇ μετοχῇ, ἀμορφία ὑποικουροῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 24· μῖσος τὸ ὑποικουροῦν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 5, 5, πρβλ. Διοδ. Ἀποσπ. 583. 32. ΙΙ. μεταβ., τηρῶ, φυλάττω κρυφίως, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἢ μηχανῶμαι, παρασκευάζω κρυφίως, ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, «ἃ ποιοῦσαι ὑποικουρεῖτε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Θεσμ. 1168, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 42. - Παθ., ὑποικουρουμένη ὀργή, κρυφίως ὑποτρεφομένη, Πολύβ. 4. 49, 4, πρβλ. 3. 11, 3. 20 μετ’ αἰτ. προσ., μυστικῶς ἐπιδρῶ ἐπί τινος, ὑποκούρει τὴν Φιμβριανὴν στρατιὰν καὶ παρώξυνε κατὰ τοῦ Λουκούλλου Πλουτ. Λούκουλλ. 34· τοὺς στρατιώτας χρήμασιν ὑπ. καὶ διαφθείρειν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 58· νόσος ὑπ. αὐτούς, εἰσεχώρησεν, εἰσέδυ μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 28. 3) ἀπολ., μηχανῶμαι δόλους, δολιεύομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ὄθ. 3.