μύλη: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(13_6b) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ἡ, 1) die <b class="b2">Mühle</b>; bei Hom. Handmühlen, welche von den Mägden gedreht wurden, ἥ ῥα μύλην στήσασα, Od. 20, 111, vgl. 106; ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπον, 7, 104; Soph. frg. 703 u. A. Auch der untere Mühlstein (wie der obere [[ὄνος]] heißt), Ar. Vesp. 648, wo Einige ohne Grund »in der Mühle zum Opfergebrauch geschrotete Gerste«, = [[οὐλαί]], erklären. – 2) im plur. = [[μύλακροι]], die <b class="b2">Backenzähne</b>, Suid., Phryn., vgl. Poll. 2, 92. – 3) bei Arist. H. A. 1, 15 τὸ πλανησίεδρον, die <b class="b2">Kniescheibe</b>. – 4) bei den Aerzten ein <b class="b2">Mondkalb</b>, ein verunstalteter Embryo, mola, Arist. H. A. 10, 7; vgl. Plut. conj. praec. p. 429. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ἡ, 1) die <b class="b2">Mühle</b>; bei Hom. Handmühlen, welche von den Mägden gedreht wurden, ἥ ῥα μύλην στήσασα, Od. 20, 111, vgl. 106; ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπον, 7, 104; Soph. frg. 703 u. A. Auch der untere Mühlstein (wie der obere [[ὄνος]] heißt), Ar. Vesp. 648, wo Einige ohne Grund »in der Mühle zum Opfergebrauch geschrotete Gerste«, = [[οὐλαί]], erklären. – 2) im plur. = [[μύλακροι]], die <b class="b2">Backenzähne</b>, Suid., Phryn., vgl. Poll. 2, 92. – 3) bei Arist. H. A. 1, 15 τὸ πλανησίεδρον, die <b class="b2">Kniescheibe</b>. – 4) bei den Aerzten ein <b class="b2">Mondkalb</b>, ein verunstalteter Embryo, mola, Arist. H. A. 10, 7; vgl. Plut. conj. praec. p. 429. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μύλη''': [ῠ], ἡ, [[μύλος]], Λατ. mŏla· παρ’ Ὁμ. «χειρόμυλος», ὃν ἔστρεφον γυναῖκες, αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπὸν Ὀδ. Η. 104· [[γυνή]]... ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ’ ἄρα οἱ μύλαι [[εἵατο]] Υ. 106· μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν [[Πολυδ]]. Ζ΄, 180. ΙΙ. ἡ [[κάτω]] μυλόπετρα, Ἀριστοφ. Σφ. 648· ἡ δὲ ἄνω ἐκαλεῖτο [[ὄνος]]· ― πληθ., αἱ μύλαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 11, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. ΙΙΙ. ἡ [[ἐπιγονατίς]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743, Ἀριστ. π. Ἱστ. 1. 15, 5. IV. σκιρρώδης [[ὄγκος]], ποτὲ μὲν κατὰ τὸ [[στόμιον]] τῆς μήτρας, ποτὲ δὲ καὶ καθ’ ὅλην αὐτὴν προφαινόμενος, ἁφῇ [[λιθώδης]], mola uteri κατὰ Πλίν., Ἱππ. 618. 42., 665, 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 2, Παῦλ. Αἰγιν. 3. V. ἐν τῷ πληθ., οἱ γόμφιοι ὀδόντες, Λατ. dentes molares, Γαλην. VI. [[φυτόν]] τι, Γαλην. (Πρβλ. μύλος, μυλικός, μυλών, μυλωθρός, κτλ.· Λατ. mol-o, mol-a, mol-aris, mol-itor· Γοτθ. mal-an (ἀλήθειν), mal-ÿan (συντρίβειν)· Ἀρχ. Γερμ. muli ([[μύλος]]), mel-o ([[ἄλευρον]]), mul-jan ([[ἀλήθω]])· Σλαυ. mel-ja· Λιθ. mal-u· [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] φαίνεται εἰς ἅπαντας τοὺς Εὐρωπ. κλάδους, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῇ Σανσκρ. ― Εἶναι [[ζήτημα]] ἂν παράγεται ἐκ τῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[ἀλέω]]· ἴδε [[ἀλέω]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:14, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A mill: in Hom., hand-mill turned by women, αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν Od.7.104; γυνὴ . . ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ' ἄρα οἱ μύλαι ἥατο 20.106; μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν, Poll.7.180; μηδὲ μύλαν (Dor.) ἐνεῖμεν μηδὲ ὅλμον IG22.1126.24 (Amphict. Delph., iv B. C.): Cret.acc. pl. μύλανς Schwyzer 180.6. II nether millstone (the upper being ὄνος), Ar.V.648: pl., αἱ μύλαι Arist.Mete.383b7, cf. Pherecr.10. III knee-pan, Hp.Off.9, Com.Adesp.450, Arist.HA 494a5, Paus.1.35.5. IV hard formation in a woman's womb, Hp.Mul.1.71, 2.178, Arist.GA775b25. V pl., molars, LXX Jb. 29.17, Anon.Lond.24.24, Gal.UP9.15: sg., of an ass's tooth, PMag. Lond.125.22, al. VI = μῶλυ, Gal.12.80: root of λάπαθον, Aët. 1.251. (Cf. Lat. molo, Goth. malan 'grind', etc.)
German (Pape)
[Seite 217] ἡ, 1) die Mühle; bei Hom. Handmühlen, welche von den Mägden gedreht wurden, ἥ ῥα μύλην στήσασα, Od. 20, 111, vgl. 106; ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπον, 7, 104; Soph. frg. 703 u. A. Auch der untere Mühlstein (wie der obere ὄνος heißt), Ar. Vesp. 648, wo Einige ohne Grund »in der Mühle zum Opfergebrauch geschrotete Gerste«, = οὐλαί, erklären. – 2) im plur. = μύλακροι, die Backenzähne, Suid., Phryn., vgl. Poll. 2, 92. – 3) bei Arist. H. A. 1, 15 τὸ πλανησίεδρον, die Kniescheibe. – 4) bei den Aerzten ein Mondkalb, ein verunstalteter Embryo, mola, Arist. H. A. 10, 7; vgl. Plut. conj. praec. p. 429.
Greek (Liddell-Scott)
μύλη: [ῠ], ἡ, μύλος, Λατ. mŏla· παρ’ Ὁμ. «χειρόμυλος», ὃν ἔστρεφον γυναῖκες, αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπὸν Ὀδ. Η. 104· γυνή... ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ’ ἄρα οἱ μύλαι εἵατο Υ. 106· μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν Πολυδ. Ζ΄, 180. ΙΙ. ἡ κάτω μυλόπετρα, Ἀριστοφ. Σφ. 648· ἡ δὲ ἄνω ἐκαλεῖτο ὄνος· ― πληθ., αἱ μύλαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 11, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. ΙΙΙ. ἡ ἐπιγονατίς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743, Ἀριστ. π. Ἱστ. 1. 15, 5. IV. σκιρρώδης ὄγκος, ποτὲ μὲν κατὰ τὸ στόμιον τῆς μήτρας, ποτὲ δὲ καὶ καθ’ ὅλην αὐτὴν προφαινόμενος, ἁφῇ λιθώδης, mola uteri κατὰ Πλίν., Ἱππ. 618. 42., 665, 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 2, Παῦλ. Αἰγιν. 3. V. ἐν τῷ πληθ., οἱ γόμφιοι ὀδόντες, Λατ. dentes molares, Γαλην. VI. φυτόν τι, Γαλην. (Πρβλ. μύλος, μυλικός, μυλών, μυλωθρός, κτλ.· Λατ. mol-o, mol-a, mol-aris, mol-itor· Γοτθ. mal-an (ἀλήθειν), mal-ÿan (συντρίβειν)· Ἀρχ. Γερμ. muli (μύλος), mel-o (ἄλευρον), mul-jan (ἀλήθω)· Σλαυ. mel-ja· Λιθ. mal-u· ὥστε ἡ λέξις φαίνεται εἰς ἅπαντας τοὺς Εὐρωπ. κλάδους, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῇ Σανσκρ. ― Εἶναι ζήτημα ἂν παράγεται ἐκ τῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ ἀλέω· ἴδε ἀλέω).