χοῖρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(13_5)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1362.png Seite 1362]] ὁ, 1) eigtl. ein junges Schwein. ein Ferkel; Od. 14, 73; Ar. u. sonst; auch übh. ein Schwein; bei Hipponax, Soph., Ar. Ach. 764 ff. u. sp. D., bes. bei Ioniern auch ἡ [[χοῖρος]], s. Ath. IX, 735 c (Soph. frg. 217); – βρώματά μοι χοίρων συκιζομένων προέθηκας, Schweinefleisch, Pallad. 23 (IX, 487). – 2) die weibliche Schaam, Comic. oft, wie Ar. Ach. 736 Th. 289 Eccl. 724.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1362.png Seite 1362]] ὁ, 1) eigtl. ein junges Schwein. ein Ferkel; Od. 14, 73; Ar. u. sonst; auch übh. ein Schwein; bei Hipponax, Soph., Ar. Ach. 764 ff. u. sp. D., bes. bei Ioniern auch ἡ [[χοῖρος]], s. Ath. IX, 735 c (Soph. frg. 217); – βρώματά μοι χοίρων συκιζομένων προέθηκας, Schweinefleisch, Pallad. 23 (IX, 487). – 2) die weibliche Schaam, Comic. oft, wie Ar. Ach. 736 Th. 289 Eccl. 724.
}}
{{ls
|lstext='''χοῖρος''': ὁ, (ἀλλὰ ἡ, Ἱππῶναξ 3Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 217, Ἀριστοφ. Ἀχ. 764 ἑξ.)· - [[νέος]] [[χοῖρος]], «γουρουνόπουλον» Λατ. porcus, Ὀδ. Ξ. 73, Ἡρόδ. 2. 48, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321, Ἀριστοφ. Ἀχ. 781, κλπ.· προσφέρεται ὡς μικροτάτῃ [[θυσία]], Πλάτ. Πολ. 378Α, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 5, Δημ. 1269. 10· ὁ δ’ [[ἴσως]] γαλαθηνὸν τέθυκε τὸν χοῖρον Ἡνίοχος ἐν «Πολυεύκτῳ» 1· - ἀκολούθως [[καθόλου]], ὡς τὸ ὗς, σῦς, “γουροῦνι”, ἤδη δέλφακες, χοῖροι δὲ τοῖς ἄλλοις Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 7, πρβλ. Μνησίμαχον ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 47, Πλουτ. Κικ. 7, κλπ. 2) ὡς τὸ porcus παρὰ τῷ Οὐάρρωνι R. R. 2. 4, 10, λέγεται ἐπὶ τοῦ γυναικείου αἰδοίου [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς κωμικοῖς ποιηταῖς, οἵτινες συνεχῶς παίζουσι μὲ τὴν λέξιν καὶ τὰ σύνθετα αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀρ. 774, κτλ.· - λέγεται ὅτι ἡ [[χρῆσις]] αὕτη ἦτο τῶν Κορινθίων, Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙ. ἰχθύς τις τοῦ ποταμοῦ Νείλου, Στράβ. 823, Ἀθήν. 312Α, Γεωπ. (Ἡ Σανσκρ. [[ῥίζα]] [[εἶναι]] gharsh (terere), [[ὅθεν]] ghrish-vis, ghrsh-tis (aper), πρβλ. Ἀρχ. Σκανδ. gris-s (Ἀρχ. Ἀγγλ. gris ἢ grice, gris-kin, πρβλ. τὰ τοπικὰ ὀνόματα τῆς βορείου Ἀγγλίας Grisedale, Grisebeck), [[ὥστε]] ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς λέξεως ἐξέπεσε τὸ s).
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοῖρος Medium diacritics: χοῖρος Low diacritics: χοίρος Capitals: ΧΟΙΡΟΣ
Transliteration A: choîros Transliteration B: choiros Transliteration C: choiros Beta Code: xoi=ros

English (LSJ)

(ἡ Hippon.40, S.Fr.230, Ar.Ach.764):—

   A young pig, porker (younger than δέλφαξ, Ar.Byz. ap. Ath 9.375. Cratin.3a), Od. 14.73, Alc.Supp.24.2, Hdt.2.48, A.Fr.309, Ar.Ach.781, etc.; offered as one of the smaller sacrifices, Pl.R.378a, X.An.7.8.5, D.54.39, Henioch.2.    b generally, = ὗς, σῦς, swine, ἤδη δέλφακες, χοῖροι δὲ τοῖσιν ἄλλοις Cratin. l.c., cf. Mnesim.4.47 (anap.), Plu.Cic.7, Ev.Matt. 8.30.    2 pudenda muliebria, freq. in Com. poets, who are always punning on the word and its compds., Ar.Ach.773 sq., etc.; said to be a Corinthian usage, Suid.    II a fish of the Nile, Str.17.2.4, Ath.7.312a, Gp.20.7.1, 13 tit. (Perh. for ĝhoryo- 'grey', cf. Norse griss 'sucking-pig', OHG grīs 'grey', or cf. Alb. de[rmacr ] 'pig'.)

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, 1) eigtl. ein junges Schwein. ein Ferkel; Od. 14, 73; Ar. u. sonst; auch übh. ein Schwein; bei Hipponax, Soph., Ar. Ach. 764 ff. u. sp. D., bes. bei Ioniern auch ἡ χοῖρος, s. Ath. IX, 735 c (Soph. frg. 217); – βρώματά μοι χοίρων συκιζομένων προέθηκας, Schweinefleisch, Pallad. 23 (IX, 487). – 2) die weibliche Schaam, Comic. oft, wie Ar. Ach. 736 Th. 289 Eccl. 724.

Greek (Liddell-Scott)

χοῖρος: ὁ, (ἀλλὰ ἡ, Ἱππῶναξ 3Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 217, Ἀριστοφ. Ἀχ. 764 ἑξ.)· - νέος χοῖρος, «γουρουνόπουλον» Λατ. porcus, Ὀδ. Ξ. 73, Ἡρόδ. 2. 48, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321, Ἀριστοφ. Ἀχ. 781, κλπ.· προσφέρεται ὡς μικροτάτῃ θυσία, Πλάτ. Πολ. 378Α, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 5, Δημ. 1269. 10· ὁ δ’ ἴσως γαλαθηνὸν τέθυκε τὸν χοῖρον Ἡνίοχος ἐν «Πολυεύκτῳ» 1· - ἀκολούθως καθόλου, ὡς τὸ ὗς, σῦς, “γουροῦνι”, ἤδη δέλφακες, χοῖροι δὲ τοῖς ἄλλοις Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 7, πρβλ. Μνησίμαχον ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 47, Πλουτ. Κικ. 7, κλπ. 2) ὡς τὸ porcus παρὰ τῷ Οὐάρρωνι R. R. 2. 4, 10, λέγεται ἐπὶ τοῦ γυναικείου αἰδοίου συχνάκις παρὰ τοῖς κωμικοῖς ποιηταῖς, οἵτινες συνεχῶς παίζουσι μὲ τὴν λέξιν καὶ τὰ σύνθετα αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀρ. 774, κτλ.· - λέγεται ὅτι ἡ χρῆσις αὕτη ἦτο τῶν Κορινθίων, Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙ. ἰχθύς τις τοῦ ποταμοῦ Νείλου, Στράβ. 823, Ἀθήν. 312Α, Γεωπ. (Ἡ Σανσκρ. ῥίζα εἶναι gharsh (terere), ὅθεν ghrish-vis, ghrsh-tis (aper), πρβλ. Ἀρχ. Σκανδ. gris-s (Ἀρχ. Ἀγγλ. gris ἢ grice, gris-kin, πρβλ. τὰ τοπικὰ ὀνόματα τῆς βορείου Ἀγγλίας Grisedale, Grisebeck), ὥστε ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς λέξεως ἐξέπεσε τὸ s).