πλαίσιον: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(13_5)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] τό, ein längliches Viereck, jeder so gestellte Körper; ξύμπηκτα, Ar. Ran. 799. Bes. eine tactische Aufstellung der Soldaten im länglichen, auch gleichseitigen Vierecke, [[σχῆμα]] τετράγωνον, Schol. Thuc. 6, 67, vgl. 7, 78; Xen. An. 3, 2, 36. 7, 8, 16; ἰσόπλευρον, 3, 4, 19. 22; Sp., wie Plut. Alex. 67.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] τό, ein längliches Viereck, jeder so gestellte Körper; ξύμπηκτα, Ar. Ran. 799. Bes. eine tactische Aufstellung der Soldaten im länglichen, auch gleichseitigen Vierecke, [[σχῆμα]] τετράγωνον, Schol. Thuc. 6, 67, vgl. 7, 78; Xen. An. 3, 2, 36. 7, 8, 16; ἰσόπλευρον, 3, 4, 19. 22; Sp., wie Plut. Alex. 67.
}}
{{ls
|lstext='''πλαίσιον''': τό, [[σχῆμα]] ἢ [[πρᾶγμα]] τετράπλευρον ἐπίμηκες, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800· Σμύρνα ἀνέχει ἐν πλ. Ἀριστείδ. 1. 521· [[ὡσαύτως]], ὀρθογώνιον τετράπλευρον, Ρήτορες (Walz) 1. 106· ἰσόπλευρον πλ., τετράγωνον, ὡς τὸ [[πλινθίον]], «[[πλαίσιον]] Ἀττικοί· [[πλινθίον]] Ἕλληνες» Μοῖρις 312, πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. 720· [[ἔνθα]] δὲ οἱ Ἕλληνες ἔγνωσαν ὅτι [[πλαίσιον]] ἰσόπλευρον πονηρὰ [[τάξις]] εἴη πολεμίων ἑπομένων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 19, Ἀρρ. Ἀν. 4. 5, 10, πρβλ. Sturz. Λεξ. Ξεν.· ― ἐν πλαισίῳ, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, [[χιτωνίσκος]] ἐν πλαισίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 16 κἑξ.: [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατοῦ, ἐν πλαισίῳ τετάχθαι, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, Λατ. agmine quadrato, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τάξιν τῆς πορείας, Λατ. agmine longo, Θουκ. 7. 78, πρβλ. 6. 67, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[τετράγωνος]])· (τὸ παρὰ Δίωνι Κ. 40. 2, εἰς τὰ πλαίσια βάλλειν, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ εἰς τὰ πλάγια)· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐπιμήκους ἰκριώματος, Πλουτ. Ἀλέξ. 67· ἐπὶ κιβωτίου, ὁ αὐτ. ἐν Σόλωνι 25. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς αἱ λέξεις πλατύς, πλάτος, πλάθανον.) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πλαίσιον]]· ἡ ἐν τετραγώνῳ τῶν στρατιωτῶν [[τάξις]]· καὶ [[πίναξ]]. καὶ [[πλινθίον]]. καὶ διὰ ξύλων τετράγωνα πήγματα».
}}
}}

Revision as of 11:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαίσῐον Medium diacritics: πλαίσιον Low diacritics: πλαίσιον Capitals: ΠΛΑΙΣΙΟΝ
Transliteration A: plaísion Transliteration B: plaision Transliteration C: plaision Beta Code: plai/sion

English (LSJ)

τό,

   A = πλινθίον, πλινθεῖον (qq.v.), oblong case or frame used in moulding bricks and in measuring, Ar.Ra.800 (pl.), Pl.Com. 147; χιτωνίσκος ἐμ π. in an oblong box, IG22.1514.13, al., cf. BCH28.165 (Delos); κεκρυφάλους τρεῖς ἐμ π. IG22.1522.18; oblong scaffold or platform, Plu.Alex.67 : pl., of the frames enclosing Solon's ἄξονες, Id.Sol.25; of frames in roof-panelling, IG12.372E2,al., Inscr.Délos 504A13,15 (iii B. C.).    II hollow rectangle, ἐν π. τετάχθαι Th.7.78, cf. 6.67, X.An.1.8.9 ; = ἐν ἑτερομήκει σχήματι, Ael.Tact.37.8, Arr. Tact.29.7 ; ἰσόπλευρον π. X.An.3.4.19, Arr.An.4.5.6 ; [Σμύρνα] ἀνέχει ἐν π. Aristid.Or.23(42).20 ; of the shape of the Acropolis of Alexandria, Aphth.Prog.12.    III εἰς τὰ π. prob. f.l. for εἰς τὰ πλάγια in D.C.40.2.

German (Pape)

[Seite 624] τό, ein längliches Viereck, jeder so gestellte Körper; ξύμπηκτα, Ar. Ran. 799. Bes. eine tactische Aufstellung der Soldaten im länglichen, auch gleichseitigen Vierecke, σχῆμα τετράγωνον, Schol. Thuc. 6, 67, vgl. 7, 78; Xen. An. 3, 2, 36. 7, 8, 16; ἰσόπλευρον, 3, 4, 19. 22; Sp., wie Plut. Alex. 67.

Greek (Liddell-Scott)

πλαίσιον: τό, σχῆμαπρᾶγμα τετράπλευρον ἐπίμηκες, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800· Σμύρνα ἀνέχει ἐν πλ. Ἀριστείδ. 1. 521· ὡσαύτως, ὀρθογώνιον τετράπλευρον, Ρήτορες (Walz) 1. 106· ἰσόπλευρον πλ., τετράγωνον, ὡς τὸ πλινθίον, «πλαίσιον Ἀττικοί· πλινθίον Ἕλληνες» Μοῖρις 312, πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. 720· ἔνθα δὲ οἱ Ἕλληνες ἔγνωσαν ὅτι πλαίσιον ἰσόπλευρον πονηρὰ τάξις εἴη πολεμίων ἑπομένων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 19, Ἀρρ. Ἀν. 4. 5, 10, πρβλ. Sturz. Λεξ. Ξεν.· ― ἐν πλαισίῳ, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, χιτωνίσκος ἐν πλαισίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 16 κἑξ.: μάλιστα ἐπὶ στρατοῦ, ἐν πλαισίῳ τετάχθαι, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, Λατ. agmine quadrato, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τάξιν τῆς πορείας, Λατ. agmine longo, Θουκ. 7. 78, πρβλ. 6. 67, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, κτλ. (ἴδε ἐν λ. τετράγωνος)· (τὸ παρὰ Δίωνι Κ. 40. 2, εἰς τὰ πλαίσια βάλλειν, φαίνεται ὅτι εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ εἰς τὰ πλάγια)· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἐπιμήκους ἰκριώματος, Πλουτ. Ἀλέξ. 67· ἐπὶ κιβωτίου, ὁ αὐτ. ἐν Σόλωνι 25. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς αἱ λέξεις πλατύς, πλάτος, πλάθανον.) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πλαίσιον· ἡ ἐν τετραγώνῳ τῶν στρατιωτῶν τάξις· καὶ πίναξ. καὶ πλινθίον. καὶ διὰ ξύλων τετράγωνα πήγματα».