ἀγρυπνία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγρυπνία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἀϋπνία]], τὸ νὰ ἀγρυπνῇ τις, Ἱππ. Ἀφ. 1244, καὶ ἀλλ., Πλάτ. Κρίτων 43Β· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., ἀγρυπνίῃσιν εἴχετο, Ἡρόδ. 3. 129, Ἀριστοφ. Λυσ. 27. ΙΙ. καιρὸς ἀγρυπνίας, Ψευδο-Πλάτ. Ἀξ. 368Β. (ῑ παρ’ Ὁππ. Κυν. 3. 511.]
|lstext='''ἀγρυπνία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἀϋπνία]], τὸ νὰ ἀγρυπνῇ τις, Ἱππ. Ἀφ. 1244, καὶ ἀλλ., Πλάτ. Κρίτων 43Β· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., ἀγρυπνίῃσιν εἴχετο, Ἡρόδ. 3. 129, Ἀριστοφ. Λυσ. 27. ΙΙ. καιρὸς ἀγρυπνίας, Ψευδο-Πλάτ. Ἀξ. 368Β. (ῑ παρ’ Ὁππ. Κυν. 3. 511.]
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />insomnie, veille.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγρυπνος]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρυπνία Medium diacritics: ἀγρυπνία Low diacritics: αγρυπνία Capitals: ΑΓΡΥΠΝΙΑ
Transliteration A: agrypnía Transliteration B: agrypnia Transliteration C: agrypnia Beta Code: a)grupni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A sleeplessness, wakefulness, Hp.Aph.2.3, al., Pl.Cri.43b, etc.; in pl., Hp.Acut.42; ἀγρυπνίησιν εἴχετο Hdt.3.129, cf. IG4.952.50 (Epid.), Ar.Lys.27, Pl.R.460d.    II time of watching, Pl.Ax.368b; οἱ τῆς ἀ. ἄρχοντες Just.Nov.13Pr.    III of poetry, product of sleepless nights, Call.Epigr.29.4. [ι- in Opp.C. 3.511.]

German (Pape)

[Seite 24] ἡ, Schlaflosigkeit, Plat. Crit. 43 b Ax. 368 b; auch plur., Her. 129. Das Wachbleiben, Rep. V, 460 d; gew. mit λύπη, φροντίς, ταλαιπωρίαι ( Isocr. im plur. 19, 28) verb. [Opp. Cyn. 3, 511 braucht penultima lang.]

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρυπνία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀϋπνία, τὸ νὰ ἀγρυπνῇ τις, Ἱππ. Ἀφ. 1244, καὶ ἀλλ., Πλάτ. Κρίτων 43Β· ὡσαύτως κατὰ πληθ., ἀγρυπνίῃσιν εἴχετο, Ἡρόδ. 3. 129, Ἀριστοφ. Λυσ. 27. ΙΙ. καιρὸς ἀγρυπνίας, Ψευδο-Πλάτ. Ἀξ. 368Β. (ῑ παρ’ Ὁππ. Κυν. 3. 511.]

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
insomnie, veille.
Étymologie: ἄγρυπνος.