ξενόω: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξενόω''': Ἰων. ξεινόω· ([[ξένος]])· - [[κάμνω]] τινὰ φίλον ἢ ξένον μου, [[ὑποδέχομαι]], φιλοξενῶ, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξενοῦμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 927: μέλλ. ξενώσεται Λυκόφρ. 92 ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ. τύπῳ [[μετὰ]] μέσ. μέλλ., ξενώσομαι (Σοφ. Φιλ. 303): πρκμ. ἐξένωμαι: ἀόρ. ἐξενώθην («ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις)· 1) [[συνάπτω]] σχέσεις ξενίας μετά τινος, Λατ. hospitio jungi, πόλιες ἀλλήλῃσιν ἐξεινώθησαν Ἡροδ. 6. 21, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 642Ε, Ξεν. Ἀγησ. 8, 5· βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Λυσ. 107. 26· ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 34. 2) [[διαμένω]] [[παρά]] τινι ὡς φίλος, [[τυγχάνω]] περιποιήσεως φιλικῆς, φιλοξενοῦμαι, Θήβᾳ ξενωθεὶς Πινδ. Π. 4 ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Χ. 702, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ξενωθεὶς τοῖσδ’ ... ἐν δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 68· ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, δηλ. φιλοξενοῦνται ὑπὸ τοῦ Ξενοφῶντος, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 6· [[ἐνταῦθα]] δὴ ξενοῦται Ξενοφῶν Ἑλλάδι τῇ Γογγύλου τοῦ Ἐρετριέως γυναικὶ [[αὐτόθι]] 8. 3) [[διατρίβω]] ἐν ξένῳ τόπῳ, «ξενιτεύομαι», δαρὸν ἐξενωμένου Σοφ. Τρ. 65, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 820· ἐξορίζομαι, στέλλομαι εἰς τὰ ξένα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1085. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἀποστερῶ, τινά τινος Ἡλιόδ. 6. 7. | |lstext='''ξενόω''': Ἰων. ξεινόω· ([[ξένος]])· - [[κάμνω]] τινὰ φίλον ἢ ξένον μου, [[ὑποδέχομαι]], φιλοξενῶ, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξενοῦμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 927: μέλλ. ξενώσεται Λυκόφρ. 92 ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ. τύπῳ [[μετὰ]] μέσ. μέλλ., ξενώσομαι (Σοφ. Φιλ. 303): πρκμ. ἐξένωμαι: ἀόρ. ἐξενώθην («ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις)· 1) [[συνάπτω]] σχέσεις ξενίας μετά τινος, Λατ. hospitio jungi, πόλιες ἀλλήλῃσιν ἐξεινώθησαν Ἡροδ. 6. 21, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 642Ε, Ξεν. Ἀγησ. 8, 5· βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Λυσ. 107. 26· ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 34. 2) [[διαμένω]] [[παρά]] τινι ὡς φίλος, [[τυγχάνω]] περιποιήσεως φιλικῆς, φιλοξενοῦμαι, Θήβᾳ ξενωθεὶς Πινδ. Π. 4 ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Χ. 702, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ξενωθεὶς τοῖσδ’ ... ἐν δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 68· ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, δηλ. φιλοξενοῦνται ὑπὸ τοῦ Ξενοφῶντος, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 6· [[ἐνταῦθα]] δὴ ξενοῦται Ξενοφῶν Ἑλλάδι τῇ Γογγύλου τοῦ Ἐρετριέως γυναικὶ [[αὐτόθι]] 8. 3) [[διατρίβω]] ἐν ξένῳ τόπῳ, «ξενιτεύομαι», δαρὸν ἐξενωμένου Σοφ. Τρ. 65, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 820· ἐξορίζομαι, στέλλομαι εἰς τὰ ξένα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1085. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἀποστερῶ, τινά τινος Ἡλιόδ. 6. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. ao.</i> ἐξένωσα;<br /><i>Pass. f.</i> ξενωθήσομαι, <i>ao.</i> ἐξενώθην, <i>pf.</i> ἐξένωμαι;<br /><i><b>Pass.</b></i>;<br /><b>1</b> être à l’étranger, être absent ; <i>en mauv. part</i> être exilé;<br /><b>2</b> être accueilli en hôte, recevoir l’hospitalité, loger : [[παρά]] τινι chez qqn;<br /><b>3</b> contracter des liens d’hospitalité : τινι avec qqn ; [[οἱ]] ἐξενωμένοι XÉN les hôtes;<br /><i><b>Moy.</b></i> ξενόομαι-οῦμαι recevoir <i>ou</i> traiter comme hôte, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ξένος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. ξεινόω, (ξένος)
A make one's friend and guest, entertain, in Med., ξενοῦμαι A.Supp.927, cf. A.R.1.849 : fut. ξενώσεται Lyc. 92. II mostly in Pass., with fut. Med. ξενώσομαι S.Ph.303 : pf. ἐξένωμαι : aor. ἐξενώθην (ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς Moer.p.167 P.): 1 enter into a treaty of hospitality with one, πόλιες ἀλλήλῃσι ἐξεινώθησαν Hdt.6.21, cf. Pl.Lg.642e, X.Ages.8.5 ; βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Lys.6.48 : abs., X.HG4.1.34. 2 take up one's abode with one as a guest, to be entertained, Θήβᾳ ξενωθείς Pi.P.4.299, cf. A.Ch.702, S. l. c., etc. ; ξενωθεὶς τοῖσδ' ἐν . . δόμοις E.Alc.68 ; ξενοῦται τῷ Ξενοφῶντι, [παρ'] Ἑλλάδι, X.An.7.8.6,8 ; ξενωθεὶς ὑπὸ τᾶς βουλᾶς IG12(1).383 (Rhodes). 3 reside abroad, δαρὸν ἐξενωμένου S.Tr.65, cf. E.Ion 820 ; go into banishment, Id.Hipp. 1085. III later, in Act., deprive one of a thing, [τινά] τινος Hld.6.7.
German (Pape)
[Seite 278] 1) zum Gastfreunde machen, gastlich aufnehmen; pass. Θήβᾳ ξενωθείς, Pind. P. 4, 299, vgl. 5, 31, wie Aesch. ξενωθῆναι, Ch. 691, der es auch im med. braucht für bewirthen, aufnehmen als Gast bei sich, οὐ γὰρ ξενοῦμαι τοὺς θεῶν συλήτορας, Suppl. 905; ξενωθεὶς τοῖσδ' ἐν δόμοις Eur. Alc. 68; ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, sie werden von ihm bewirthet, Xen. An. 7, 8, 6; vgl. Hell. 4, 1, 29 u. 34; Gastfreundschaft schließen, Her. 6, 21 u. A. – 2) im med. = in der Fremde, abwesend sein; πατρὸς οὕτω δαρὸν ἐξενωμένου, Soph. Trach. 65; ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος ἢ ξενώσεται, Phil. 303. – 3) bei Sp. τινά τινος, Einen einer Sache entfremden, ihn berauben, Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ξενόω: Ἰων. ξεινόω· (ξένος)· - κάμνω τινὰ φίλον ἢ ξένον μου, ὑποδέχομαι, φιλοξενῶ, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξενοῦμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 927: μέλλ. ξενώσεται Λυκόφρ. 92 ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ. τύπῳ μετὰ μέσ. μέλλ., ξενώσομαι (Σοφ. Φιλ. 303): πρκμ. ἐξένωμαι: ἀόρ. ἐξενώθην («ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις)· 1) συνάπτω σχέσεις ξενίας μετά τινος, Λατ. hospitio jungi, πόλιες ἀλλήλῃσιν ἐξεινώθησαν Ἡροδ. 6. 21, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 642Ε, Ξεν. Ἀγησ. 8, 5· βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Λυσ. 107. 26· ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 34. 2) διαμένω παρά τινι ὡς φίλος, τυγχάνω περιποιήσεως φιλικῆς, φιλοξενοῦμαι, Θήβᾳ ξενωθεὶς Πινδ. Π. 4 ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Χ. 702, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ξενωθεὶς τοῖσδ’ ... ἐν δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 68· ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, δηλ. φιλοξενοῦνται ὑπὸ τοῦ Ξενοφῶντος, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 6· ἐνταῦθα δὴ ξενοῦται Ξενοφῶν Ἑλλάδι τῇ Γογγύλου τοῦ Ἐρετριέως γυναικὶ αὐτόθι 8. 3) διατρίβω ἐν ξένῳ τόπῳ, «ξενιτεύομαι», δαρὸν ἐξενωμένου Σοφ. Τρ. 65, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 820· ἐξορίζομαι, στέλλομαι εἰς τὰ ξένα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1085. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἀποστερῶ, τινά τινος Ἡλιόδ. 6. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. ao. ἐξένωσα;
Pass. f. ξενωθήσομαι, ao. ἐξενώθην, pf. ἐξένωμαι;
Pass.;
1 être à l’étranger, être absent ; en mauv. part être exilé;
2 être accueilli en hôte, recevoir l’hospitalité, loger : παρά τινι chez qqn;
3 contracter des liens d’hospitalité : τινι avec qqn ; οἱ ἐξενωμένοι XÉN les hôtes;
Moy. ξενόομαι-οῦμαι recevoir ou traiter comme hôte, acc..
Étymologie: ξένος.