ἐκπιέζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπιέζω''': -έσω, [[πιέζω]] τι [[ὥστε]] νὰ ἐξέλθῃ ἐξ [[αὐτοῦ]] τὸ ὑγρόν, [[σπόγγος]] ἐξ ὕδατος θερμοῦ ἐκπεπιεσμένος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· [[ἐξάγω]] τινὰ διὰ τῆς βίας, [[ἀναγκάζω]] αὐτὸν νὰ ἐξέλθῃ, τοὺς προσβάλλοντας Πολύβ. 18. 15, 3· παθ. διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· [[ἕλκος]] ἐκπεπιεσμένον, προκῦπτον ἔξω τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ‒ Παρὰ μεταγεν. [[ἐκπιάζω]].
|lstext='''ἐκπιέζω''': -έσω, [[πιέζω]] τι [[ὥστε]] νὰ ἐξέλθῃ ἐξ [[αὐτοῦ]] τὸ ὑγρόν, [[σπόγγος]] ἐξ ὕδατος θερμοῦ ἐκπεπιεσμένος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· [[ἐξάγω]] τινὰ διὰ τῆς βίας, [[ἀναγκάζω]] αὐτὸν νὰ ἐξέλθῃ, τοὺς προσβάλλοντας Πολύβ. 18. 15, 3· παθ. διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· [[ἕλκος]] ἐκπεπιεσμένον, προκῦπτον ἔξω τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ‒ Παρὰ μεταγεν. [[ἐκπιάζω]].
}}
{{bailly
|btext=faire sortir en pressant, pressurer, exprimer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πιέζω]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπῐέζω Medium diacritics: ἐκπιέζω Low diacritics: εκπιέζω Capitals: ΕΚΠΙΕΖΩ
Transliteration A: ekpiézō Transliteration B: ekpiezō Transliteration C: ekpiezo Beta Code: e)kpie/zw

English (LSJ)

   A squeeze out, σπόγγος ἐξ ὕδατος ἐκπεπιεσμένος Hp.Acut. 21, cf. Dsc.1.50 ; thrust or force out, τοὺς προσβάλλοντας Plb.18.32.3 :—Pass., to be squeezed out, Arist.Mu.397a23, Dsc.1.52 ; ἕλκος ἐκπεπιεσμένον a sore that protrudes out of the skin, dub. in Hp.Fract.25 (cf. ἐκπλίσσομαι).    II oppress, LXX 1 Ki.12.3 : a form ἐκπιεζέω ib.Ez.22.29 :—Pass., Plb.3.74.2.

German (Pape)

[Seite 772] herausdrücken, -pressen, Hippocr.; ἅλα, das Meerwasser aus den Haaren, Democrit. ep. (Plan. 180); Plut.; herausdrängen, Pol. 18, 15, 5 u. öfter, von Soldaten, die aus der Schlachtreihe zurückgedrängt werden; ἐκπιεστὰ ξύλα, bei Arist. probl. 16, 8, aus dem die Feuchtigkeit ausgepreßt ist, ausgedörrt. Erst bei Sp. findet sich die eigentlich dor. Form ἐκπιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπιέζω: -έσω, πιέζω τι ὥστε νὰ ἐξέλθῃ ἐξ αὐτοῦ τὸ ὑγρόν, σπόγγος ἐξ ὕδατος θερμοῦ ἐκπεπιεσμένος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ἐξάγω τινὰ διὰ τῆς βίας, ἀναγκάζω αὐτὸν νὰ ἐξέλθῃ, τοὺς προσβάλλοντας Πολύβ. 18. 15, 3· παθ. διὰ τῆς πιέσεως ἐξέρχομαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· ἕλκος ἐκπεπιεσμένον, προκῦπτον ἔξω τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ‒ Παρὰ μεταγεν. ἐκπιάζω.

French (Bailly abrégé)

faire sortir en pressant, pressurer, exprimer.
Étymologie: ἐκ, πιέζω.