ἀγώνιος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγώνιος''': -ον, (ἀγὼν) ὁ άνήκων εἰς τὸν ἀγῶνα, ἄεθλος ἀγ., τὸ [[βραβεῖον]] τοῦ ἀγ., Πινδ. Ι. 5 (4). 9· [[εὖχος]], ὁ αὐτ. Ὀ. 10 (11). 75· [[πούς]], Σιμων. 29: -Ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ ὡς προστάτου τῶν ἀγώνων, Πιν. Ι. 1, 85· [[ὡσαύτως]] καὶ τοῦ Διὸς ὡς ἀποφασίζοντος ἢ κρίνοντος περὶ τοῦ ἀγώνος. Σοφ. Τρ. 26· - ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 1421· -οἱ ἀγώνιοι θεοί, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 513, Ἱκ. 189, 242, 332, 355, νομίζονται ὑπό τινων ὅτι [[εἶναι]] πάντες οἱ [[δώδεκα]] μεγάλοι θεοὶ ὡς προστάται ἐν κινδύνῳ· ὑπ’ ἄλλων δὲ ὡς οἱ θεοὶ οἱ προϊστάμενοι τῶν μεγάλων ἀγώνων ([[ἤτοι]] Ζεύς, [[Ποσειδῶν]], Ἀπόλων καὶ [[Ἑρμῆς]]), ἢ κατὰ Εὐστάθ., οἱ λατρευόμενοι ἐν κοινῷ βωμῷ ([[κοινοβωμία]]), οἱονεὶ ἐν ἀγῶνι, [[ἤτοι]] συναθροίσει (ὁμίλῳ), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 783Α. 2) ἀγωνίῳ σχολᾷ, ἐν Σοφ. Αἴ. 195. [[εἶναι]] πιθανῶς ὀξύμωρον (ὡς ὁ Σχολ. ἐννοεῖ τὸ [[χωρίον]]) ὡς ἐὰν ἦτο σχολῇ ἀσχόλῳ = ἐν ἀναπαύσει πλήρει στενοχωρίας καὶ ἀγώνος· ὁ Jebb ἑρμηνεύει: σχολὴ [[μετὰ]] μακρὸν ἀγῶνα.
|lstext='''ἀγώνιος''': -ον, (ἀγὼν) ὁ άνήκων εἰς τὸν ἀγῶνα, ἄεθλος ἀγ., τὸ [[βραβεῖον]] τοῦ ἀγ., Πινδ. Ι. 5 (4). 9· [[εὖχος]], ὁ αὐτ. Ὀ. 10 (11). 75· [[πούς]], Σιμων. 29: -Ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ ὡς προστάτου τῶν ἀγώνων, Πιν. Ι. 1, 85· [[ὡσαύτως]] καὶ τοῦ Διὸς ὡς ἀποφασίζοντος ἢ κρίνοντος περὶ τοῦ ἀγώνος. Σοφ. Τρ. 26· - ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 1421· -οἱ ἀγώνιοι θεοί, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 513, Ἱκ. 189, 242, 332, 355, νομίζονται ὑπό τινων ὅτι [[εἶναι]] πάντες οἱ [[δώδεκα]] μεγάλοι θεοὶ ὡς προστάται ἐν κινδύνῳ· ὑπ’ ἄλλων δὲ ὡς οἱ θεοὶ οἱ προϊστάμενοι τῶν μεγάλων ἀγώνων ([[ἤτοι]] Ζεύς, [[Ποσειδῶν]], Ἀπόλων καὶ [[Ἑρμῆς]]), ἢ κατὰ Εὐστάθ., οἱ λατρευόμενοι ἐν κοινῷ βωμῷ ([[κοινοβωμία]]), οἱονεὶ ἐν ἀγῶνι, [[ἤτοι]] συναθροίσει (ὁμίλῳ), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 783Α. 2) ἀγωνίῳ σχολᾷ, ἐν Σοφ. Αἴ. 195. [[εἶναι]] πιθανῶς ὀξύμωρον (ὡς ὁ Σχολ. ἐννοεῖ τὸ [[χωρίον]]) ὡς ἐὰν ἦτο σχολῇ ἀσχόλῳ = ἐν ἀναπαύσει πλήρει στενοχωρίας καὶ ἀγώνος· ὁ Jebb ἑρμηνεύει: σχολὴ [[μετὰ]] μακρὸν ἀγῶνα.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> relatif aux jeux <i>ou</i> concours publics : ἀγώνιοι θεοί dieux qui président aux jeux publics ; Ζεὺς [[ἀγώνιος]] Zeus arbitre des combats;<br /><b>2</b> occupé par des luttes : [[ἀγώνιος]] σχολά SOPH repos agité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγών]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγώνιος Medium diacritics: ἀγώνιος Low diacritics: αγώνιος Capitals: ΑΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: agṓnios Transliteration B: agōnios Transliteration C: agonios Beta Code: a)gw/nios

English (LSJ)

(A), ον,

   A of or belonging to the contest, ἄεθλος ἀ. its prize, Pi.I.5(4).7; εὖχος Id.O.10(11).63; πούς Simon.29:— epith. of Hermes as president of games, Pi.I.1.60, cf. IG5(1).658; of Zeus as decider of the contest, S.Tr.26:—ἀ. θεοί, in A.Ag.513, Supp.189,242, Pl.Lg.783a, either gods in assembly, or the gods who presided over the great games (Zeus, Poseidon, Apollo, and Hermes), = ἀγοραῖοι θ., Eust.1335.58.    2 ἀγωνίῳ σχολᾷ S. Aj104, either pause from battle, or strenuous rest (oxymoron, cf. Sch.).
ἀ-γώνιος (B), ον,

   A without angle, ἀ. σχῆμα ὁ κύκλος Arist.Metaph. 1020a35, cf. Thphr.HP3.14.2.

German (Pape)

[Seite 31] ohne Winkel, γωνία, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγώνιος: -ον, (ἀγὼν) ὁ άνήκων εἰς τὸν ἀγῶνα, ἄεθλος ἀγ., τὸ βραβεῖον τοῦ ἀγ., Πινδ. Ι. 5 (4). 9· εὖχος, ὁ αὐτ. Ὀ. 10 (11). 75· πούς, Σιμων. 29: -Ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ ὡς προστάτου τῶν ἀγώνων, Πιν. Ι. 1, 85· ὡσαύτως καὶ τοῦ Διὸς ὡς ἀποφασίζοντος ἢ κρίνοντος περὶ τοῦ ἀγώνος. Σοφ. Τρ. 26· - ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 1421· -οἱ ἀγώνιοι θεοί, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 513, Ἱκ. 189, 242, 332, 355, νομίζονται ὑπό τινων ὅτι εἶναι πάντες οἱ δώδεκα μεγάλοι θεοὶ ὡς προστάται ἐν κινδύνῳ· ὑπ’ ἄλλων δὲ ὡς οἱ θεοὶ οἱ προϊστάμενοι τῶν μεγάλων ἀγώνων (ἤτοι Ζεύς, Ποσειδῶν, Ἀπόλων καὶ Ἑρμῆς), ἢ κατὰ Εὐστάθ., οἱ λατρευόμενοι ἐν κοινῷ βωμῷ (κοινοβωμία), οἱονεὶ ἐν ἀγῶνι, ἤτοι συναθροίσει (ὁμίλῳ), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 783Α. 2) ἀγωνίῳ σχολᾷ, ἐν Σοφ. Αἴ. 195. εἶναι πιθανῶς ὀξύμωρον (ὡς ὁ Σχολ. ἐννοεῖ τὸ χωρίον) ὡς ἐὰν ἦτο σχολῇ ἀσχόλῳ = ἐν ἀναπαύσει πλήρει στενοχωρίας καὶ ἀγώνος· ὁ Jebb ἑρμηνεύει: σχολὴ μετὰ μακρὸν ἀγῶνα.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 relatif aux jeux ou concours publics : ἀγώνιοι θεοί dieux qui président aux jeux publics ; Ζεὺς ἀγώνιος Zeus arbitre des combats;
2 occupé par des luttes : ἀγώνιος σχολά SOPH repos agité.
Étymologie: ἀγών.