κοινοβωμία

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοβωμία Medium diacritics: κοινοβωμία Low diacritics: κοινοβωμία Capitals: ΚΟΙΝΟΒΩΜΙΑ
Transliteration A: koinobōmía Transliteration B: koinobōmia Transliteration C: koinovomia Beta Code: koinobwmi/a

English (LSJ)

ἡ, community of altar, of gods worshipped in common, ἀνάκτων τῶνδε κοινοβωμίαν σέβεσθε A.Supp.222.

German (Pape)

[Seite 1468] ἡ, Gemeinschaftlichkeit des Altars, gemeinsame Verehrung mehrerer Gottheiten auf einem Altare, πάντων δ' ἀνάκτων τῶνδε κοινοβωμίαν σέβεσθε Aesch. Suppl. 219, d. i. die gemeinschaftlich auf dem Altare verehrten.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
communauté d'autels, càd culte de plusieurs divinités sur un même autel.
Étymologie: κοινός, βωμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινοβωμία -ας, ἡ [κοινός, βωμός] gemeenschap van altaar.

Russian (Dvoretsky)

κοινοβωμία: ἡ общность алтаря: πάντων ἀνάκτων κοινοβωμίαν σέβεσθαι Aesch. поклоняться всем богам у одного алтаря.

Greek Monolingual

κοινοβωμία, ἡ (Α)
η κοινή λατρεία πολλών θεών στον ίδιο βωμό («πάντων δ' άνάκτων τῶν δε κοινοβωμία σέβεσθε», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βωμός.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοβωμία: ἡ, (βωμὸς) κοινότης βωμῶν, ἐπὶ θεῶν λατρευομένων δι’ ἑνὸς κοινοῦ βωμοῦ, ἀνάκτων τῶνδε κοινοβωμίαν σέβεσθε Αἰσχύλ. Ἱκ. 222· πρβλ. ἀγώνιος.

English (Woodhouse)

community of worship

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)