Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱερόω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερόω''': Δωρ. ἱαρόω, ([[ἱερός]]) καθιστῶ τι [[ἱερόν]], καθιερῶ, ἀφιερῶ, [[ἀνατίθημι]], Πλάτ. Νόμ. 771Β· τῆς γῆς, τὰν Ἀμφικτίονες ἱάρωσαν Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16. - Παθ. παρκμ. ἱερῶσθαι Θουκ. 5. 1, - ἐν τῇ μετοχ. ἱερωμένος, ἀφιερωμένος, [[ἱερός]], Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 116, 12, Διον. Ἁλ. Ι. 57, 10, κτλ., Πλουτ. 2. 402F. - Παρὰ τοῖς Ἐκκλ. Συγγρ., [[ἱερεύς]], [[κληρικός]], ὡς καὶ νῦν, Εὐσ. ΙΙ. 956C, IV. 81C, κτλ.
|lstext='''ἱερόω''': Δωρ. ἱαρόω, ([[ἱερός]]) καθιστῶ τι [[ἱερόν]], καθιερῶ, ἀφιερῶ, [[ἀνατίθημι]], Πλάτ. Νόμ. 771Β· τῆς γῆς, τὰν Ἀμφικτίονες ἱάρωσαν Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16. - Παθ. παρκμ. ἱερῶσθαι Θουκ. 5. 1, - ἐν τῇ μετοχ. ἱερωμένος, ἀφιερωμένος, [[ἱερός]], Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 116, 12, Διον. Ἁλ. Ι. 57, 10, κτλ., Πλουτ. 2. 402F. - Παρὰ τοῖς Ἐκκλ. Συγγρ., [[ἱερεύς]], [[κληρικός]], ὡς καὶ νῦν, Εὐσ. ΙΙ. 956C, IV. 81C, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=consacrer, sanctifier.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόω Medium diacritics: ἱερόω Low diacritics: ιερόω Capitals: ΙΕΡΟΩ
Transliteration A: hieróō Transliteration B: hieroō Transliteration C: ieroo Beta Code: i(ero/w

English (LSJ)

Dor. ἱᾰρ-, (ἱερός)

   A consecrate, dedicate, Pl.Lg.771b; [τὰν γᾶν] ἃν Ἀμφικτίονες ἱάρωσαν IG22.1126.16 (Amphict.); hιαρόντο( = ἱερούντων) Ἀπόλλονος Ἐχέτο ἄγαλμα Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., v B.C.); Thess. part. ἱερούοντος Schwyzer553: pf. Pass. ἱερῶσθαι Th.5.1, SIG 1006.4 (Cos, iii B.C.), etc.; ἱερωσύνην ἱερώσασθαι (v.l. ἱεράσασθαι) to be consecrated to a priesthood, Aeschin.1.19:—also ἱερεόομαι, τὴν ἱερωσύνην ἀξίως ἱερεώσατο τοῦ θεοῦ IG22.1271.13 (iii B.C.); τῷ θεῷ οὗ ἂν ᾖ ἱερειωμένος ib.1183.32 (iv B.C.); Δωρίδος ἱερεωμένης (perh. pres. part. of ἱεράομαι = ἱερωμένης) IG2.1561 (iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 1243] heiligen, weihen; Plat. Legg. VI, 771 b; ἱερῶσθαι Thuc. 5, 1 wird vom Schol. ἱερῶς ἀνακεῖσθαι τῷ θεῷ erkl.; 80.; dor. ἱαρόω, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόω: Δωρ. ἱαρόω, (ἱερός) καθιστῶ τι ἱερόν, καθιερῶ, ἀφιερῶ, ἀνατίθημι, Πλάτ. Νόμ. 771Β· τῆς γῆς, τὰν Ἀμφικτίονες ἱάρωσαν Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16. - Παθ. παρκμ. ἱερῶσθαι Θουκ. 5. 1, - ἐν τῇ μετοχ. ἱερωμένος, ἀφιερωμένος, ἱερός, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 116, 12, Διον. Ἁλ. Ι. 57, 10, κτλ., Πλουτ. 2. 402F. - Παρὰ τοῖς Ἐκκλ. Συγγρ., ἱερεύς, κληρικός, ὡς καὶ νῦν, Εὐσ. ΙΙ. 956C, IV. 81C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

consacrer, sanctifier.
Étymologie: ἱερός.