θύννος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θύννος''': ὁ, Λατ. Thynnus, [[μέγας]] τις [[ἰχθὺς]] τῆς Μεσογείου θαλάσσης περιλαμβάνων πολλὰ εἴδη, χρησιμεύων δὲ εἰς τροφήν, πρῶτον ἀναφερόμενος ἔν τινι χρησμῷ παρ’ Ἡροδ. 1. 62, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 424, Ἀριστ. π. τά Ζ. Ἱστ. 6. 17, 12., 8. 15, 3, κ. ἀλλ., Ἀθήν. σ. 301-303. Τὸ θηλ. [[εἶναι]] [[θύννα]] ἢ [[θυννίς]]. (Ἐκ τοῦ [[θύνω]], θύω, [[ἕνεκα]] τῆς ταχείας καὶ ὁρμητικῆς [[αὐτοῦ]] κινήσεως, Ὀππ. Ἁλ. 1. 181· ἐντεῦθέν τινες γράφουσι [[θῦνος]], ὡς [[συχνάκις]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, π.χ. τοῦ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ.). - [[Κατὰ]] τὸν Κοραῆν (Ξενοκρ. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρων Τροφῆς σ. 63) «ἔσωσε καὶ παρ’ ἡμῖν τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]]» - «κατὰ μὲν τοὺς παλαιοὺς [[θύννος]] καὶ [[ὄρκυνος]] καὶ [[πηλαμύς]], οὐ διαφόρου εἴδους ἀλλὰ διαφόρου ἡλικίας ἐστὶν ὀνόματα., οἱ δὲ νεώτεροι ἰχθυολόγοι, εἰ καὶ [[τἆλλα]] συγχωροῦσι, τὴν [[γοῦν]] πηλαμύδα ἑτέραν [[εἶναι]] τοῦ θύννου διατείνονται. Αἴτιον δὲ τῆς συγχύσεως τῶν ὀνομάτων φασὶ τὸ παραπλησίαν [[εἶναι]] τὴν πηλαμύδα τῷ θύννῳ» Σημ. Κοραῆ ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 65. - νῦν κοινῶν ὀνομάζεται, «τόννος».
|lstext='''θύννος''': ὁ, Λατ. Thynnus, [[μέγας]] τις [[ἰχθὺς]] τῆς Μεσογείου θαλάσσης περιλαμβάνων πολλὰ εἴδη, χρησιμεύων δὲ εἰς τροφήν, πρῶτον ἀναφερόμενος ἔν τινι χρησμῷ παρ’ Ἡροδ. 1. 62, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 424, Ἀριστ. π. τά Ζ. Ἱστ. 6. 17, 12., 8. 15, 3, κ. ἀλλ., Ἀθήν. σ. 301-303. Τὸ θηλ. [[εἶναι]] [[θύννα]] ἢ [[θυννίς]]. (Ἐκ τοῦ [[θύνω]], θύω, [[ἕνεκα]] τῆς ταχείας καὶ ὁρμητικῆς [[αὐτοῦ]] κινήσεως, Ὀππ. Ἁλ. 1. 181· ἐντεῦθέν τινες γράφουσι [[θῦνος]], ὡς [[συχνάκις]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, π.χ. τοῦ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ.). - [[Κατὰ]] τὸν Κοραῆν (Ξενοκρ. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρων Τροφῆς σ. 63) «ἔσωσε καὶ παρ’ ἡμῖν τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]]» - «κατὰ μὲν τοὺς παλαιοὺς [[θύννος]] καὶ [[ὄρκυνος]] καὶ [[πηλαμύς]], οὐ διαφόρου εἴδους ἀλλὰ διαφόρου ἡλικίας ἐστὶν ὀνόματα., οἱ δὲ νεώτεροι ἰχθυολόγοι, εἰ καὶ [[τἆλλα]] συγχωροῦσι, τὴν [[γοῦν]] πηλαμύδα ἑτέραν [[εἶναι]] τοῦ θύννου διατείνονται. Αἴτιον δὲ τῆς συγχύσεως τῶν ὀνομάτων φασὶ τὸ παραπλησίαν [[εἶναι]] τὴν πηλαμύδα τῷ θύννῳ» Σημ. Κοραῆ ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 65. - νῦν κοινῶν ὀνομάζεται, «τόννος».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />thon, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θύνω]], cf. [[θύω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύννος Medium diacritics: θύννος Low diacritics: θύννος Capitals: ΘΥΝΝΟΣ
Transliteration A: thýnnos Transliteration B: thynnos Transliteration C: thynnos Beta Code: qu/nnos

English (LSJ)

ὁ,

   A tunny-fish, Orac. ap. Hdt.1.62, A.Pers.424, Arist.HA 571a12, al., Ath.7.301e sqq.; θηρεύειν θύννον Phld.Rh.1.251S. (The connexion with θύνω, suggested by the line θύννοι μὲν θύνοντες, ἐν ἰχθύσιν ἔξοχοι ὁρμήν Opp.H.1.181, is dub.)

German (Pape)

[Seite 1225] ὁ (von θύω, θύνω, wegen seiner schnellen Bewegung, Opp. H. 1, 181 Ath. VII, 303 b), der Thunfisch, ein im mittelländischen Meere häufiger und beliebter Seefisch; Orac. bei Her. 1, 62; Aesch. Pers. 424 u. A.; vgl. bes. Ath. VII, 63 ff.

Greek (Liddell-Scott)

θύννος: ὁ, Λατ. Thynnus, μέγας τις ἰχθὺς τῆς Μεσογείου θαλάσσης περιλαμβάνων πολλὰ εἴδη, χρησιμεύων δὲ εἰς τροφήν, πρῶτον ἀναφερόμενος ἔν τινι χρησμῷ παρ’ Ἡροδ. 1. 62, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 424, Ἀριστ. π. τά Ζ. Ἱστ. 6. 17, 12., 8. 15, 3, κ. ἀλλ., Ἀθήν. σ. 301-303. Τὸ θηλ. εἶναι θύνναθυννίς. (Ἐκ τοῦ θύνω, θύω, ἕνεκα τῆς ταχείας καὶ ὁρμητικῆς αὐτοῦ κινήσεως, Ὀππ. Ἁλ. 1. 181· ἐντεῦθέν τινες γράφουσι θῦνος, ὡς συχνάκις ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, π.χ. τοῦ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ.). - Κατὰ τὸν Κοραῆν (Ξενοκρ. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρων Τροφῆς σ. 63) «ἔσωσε καὶ παρ’ ἡμῖν τὸ ἀρχαῖον ὄνομα» - «κατὰ μὲν τοὺς παλαιοὺς θύννος καὶ ὄρκυνος καὶ πηλαμύς, οὐ διαφόρου εἴδους ἀλλὰ διαφόρου ἡλικίας ἐστὶν ὀνόματα., οἱ δὲ νεώτεροι ἰχθυολόγοι, εἰ καὶ τἆλλα συγχωροῦσι, τὴν γοῦν πηλαμύδα ἑτέραν εἶναι τοῦ θύννου διατείνονται. Αἴτιον δὲ τῆς συγχύσεως τῶν ὀνομάτων φασὶ τὸ παραπλησίαν εἶναι τὴν πηλαμύδα τῷ θύννῳ» Σημ. Κοραῆ ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 65. - νῦν κοινῶν ὀνομάζεται, «τόννος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
thon, poisson.
Étymologie: θύνω, cf. θύω.