τορός: Difference between revisions
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τορός''': -ά, -όν, (ΤΕΡ, [[τείρω]]) διαπεραστικός: 1) ἐπὶ τῆς φωνῆς, διαπεραστικός, [[ὀξύς]], Λουκ. [[Διόνυσος]] 7, Ἀλκίφρων 3. 48· τὸ τ. τῆς φωνῆς Πορφ. Βίος Πλωτίν. σ. 94· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., τορῶς γεγωνεῖν Εὐρ. Ἴων 696· «τορῶς: ἰσχυρῶς· τρανῶς· μεγαλοφώνως» Φώτ.· τορὸν ἠχεῖν, βοᾶν Φιλόστρ. 542, 738· - οὕτω, τ. [[φόβος]], [[τρομερός]], Αἰσχύλ. Χο. 32. β) ἐπὶ τοῦ [[ὠτός]], τὸ ἔχον λεπτήν, ὀξεῖαν αἴσθησιν, ἐς τορὸν [[οὖας]] ἔλλαχες Ἀνθ. Π. 7. 409. γ) ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, διαπεραστικός, [[ὀξύς]], Ὀππ. Κυν. 1. 183. 2) μεταφορ., ὡς τὸ [[τρανής]], [[καθαρός]], [[σαφής]], ἑρμηνεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 616, 1062· [[ἔπος]], [[μῦθος]] [[αὐτόθι]] 1162, Ἱκέτ. 274· τορὸν γὰρ ἥξει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 253· τ. ὕμνοι πιθαν. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 4, 1, 7· [[ἐρέω]] τι τορώτερον (κοινῶς τομώτερον) Καλλ. εἰς Δῆλ. 94 - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀλλὰ τορῶς τοῦτ’ [[ἴσθι]] Ἐμπεδ. 144· τ. τεκμαίρειν, λέγειν Αἰσχύλ. Πρ. 604, 609, κλπ.· προὐξεπίστασθαι [[αὐτόθι]] 699· ἐπεξελθεῖν [[αὐτόθι]] 870· ἀπαγγέλλειν, φράζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 632, 1584· οὐ τ. ἴσμεν Εὐρ. Ρῆσ. 77· ἀκούσας οὐ τ. [[αὐτόθι]] 656. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ὀξύς]], ἕτοιμος, [[πρόθυμος]], Ξεν. Λακ. 2, 11, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11. 5· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· τορῶς τε καὶ [[ὀξέως]] διακονεῖν Heind. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· συγκρ. τορώτερον, Εὐστ. Πονημάτ. 199. 53· ὑπερθετ. -τατα, Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 43. | |lstext='''τορός''': -ά, -όν, (ΤΕΡ, [[τείρω]]) διαπεραστικός: 1) ἐπὶ τῆς φωνῆς, διαπεραστικός, [[ὀξύς]], Λουκ. [[Διόνυσος]] 7, Ἀλκίφρων 3. 48· τὸ τ. τῆς φωνῆς Πορφ. Βίος Πλωτίν. σ. 94· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., τορῶς γεγωνεῖν Εὐρ. Ἴων 696· «τορῶς: ἰσχυρῶς· τρανῶς· μεγαλοφώνως» Φώτ.· τορὸν ἠχεῖν, βοᾶν Φιλόστρ. 542, 738· - οὕτω, τ. [[φόβος]], [[τρομερός]], Αἰσχύλ. Χο. 32. β) ἐπὶ τοῦ [[ὠτός]], τὸ ἔχον λεπτήν, ὀξεῖαν αἴσθησιν, ἐς τορὸν [[οὖας]] ἔλλαχες Ἀνθ. Π. 7. 409. γ) ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, διαπεραστικός, [[ὀξύς]], Ὀππ. Κυν. 1. 183. 2) μεταφορ., ὡς τὸ [[τρανής]], [[καθαρός]], [[σαφής]], ἑρμηνεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 616, 1062· [[ἔπος]], [[μῦθος]] [[αὐτόθι]] 1162, Ἱκέτ. 274· τορὸν γὰρ ἥξει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 253· τ. ὕμνοι πιθαν. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 4, 1, 7· [[ἐρέω]] τι τορώτερον (κοινῶς τομώτερον) Καλλ. εἰς Δῆλ. 94 - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀλλὰ τορῶς τοῦτ’ [[ἴσθι]] Ἐμπεδ. 144· τ. τεκμαίρειν, λέγειν Αἰσχύλ. Πρ. 604, 609, κλπ.· προὐξεπίστασθαι [[αὐτόθι]] 699· ἐπεξελθεῖν [[αὐτόθι]] 870· ἀπαγγέλλειν, φράζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 632, 1584· οὐ τ. ἴσμεν Εὐρ. Ρῆσ. 77· ἀκούσας οὐ τ. [[αὐτόθι]] 656. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ὀξύς]], ἕτοιμος, [[πρόθυμος]], Ξεν. Λακ. 2, 11, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11. 5· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· τορῶς τε καὶ [[ὀξέως]] διακονεῖν Heind. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· συγκρ. τορώτερον, Εὐστ. Πονημάτ. 199. 53· ὑπερθετ. -τατα, Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />perçant, pénétrant ; <i>fig.</i> τορὸν [[ἔπος]] ESCHL parole pénétrante, <i>càd</i> claire, facile à comprendre ; τορὸς [[ἑρμηνεύς]] ESCHL interprète qui s’explique clairement;<br /><i>Sp.</i> τορώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[τείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, (cf. τέρε-τρον, τετραίνω)
A piercing: I of the voice, piercing, thrilling, Luc.Bacch.7, Alciphr.3.48; τὸ τ. τῆς φωνῆς Porph. Plot.2: metaph., τ. φόβος thrilling fear, A.Ch.32 (lyr.). Adv., τορῶς γεγωνεῖν E.lon696 (lyr.): neut. as Adv., τορὸν ἠχεῖν, βοᾶν, Philostr. VS1.25.10, Her.19.12. b of the ear, acute, fine, AP7.409 (Antip. Thess.). c of the eye, piercing, Opp.C.1.181. 2 metaph., clear, distinct, plain, ἑρμηνεύς A.Ag.1062, cf. 616; ἔπος, μῦθος, ib. 1162(lyr.), Supp.274; τορὸν γὰρ ἥξει Id.Ag.254 (lyr.); τ. ὕμνοι dub. cj. in AP4.1.7 (Mel.); ἐρέω τι τορώτερον (cj. for τομώτερον) Call.Del. 94. Adv., ἀλλὰ τορῶς ταῦτ' ἴσθι Emp.23.11; τ. τέκμηρον, λέξω, A. Pr.604 (lyr.), 609, etc.; προυζεπίστασθαι ib.699; ἐπεξελθεῖν ib.870; ἀπαγγεῖλαι, φράσαι, Id.Ag.632, 1584; οὐκ ἴσμεν τ. E.Rh.77; ἀκούσας οὐ τ. ib.656. II of persons, sharp, ready, smart, X.Lac.2.11 (Sup.), D.H.Rh.11.5, cj. in Call.Fr.78 (Sup.). Adv., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ar.Ra.1102 (troch.); τ. τε καὶ ὀξέως διακονεῖν Pl.Tht.175e, Luc. Anach.21, Merc.Cond.35: Sup. -ώτατα Ael.NA1.43.
German (Pape)
[Seite 1130] durchdringend, durchbohrend, a) vom Auge, scharf, Opp. Cyn. 1, 183; auch durchbohrend, wild. – b) vom Ohre, scharf, seinhörend, Antp. Th. 24 (VII, 409). – c) von der Stimme, durchdringend, laut, Luc. Bacch. 7. – d) von der Rede, deutlich, verständlich, ἔπος Aesch. Ag. 1134; auch ἑρμηνεύς, 602. 1032; βραχὺς τορός θ' ὁ μῦθος, Suppl. 271; und adv., λέξω τορῶς σοι πᾶν Prom. 612, u. öfter, u. Sp.; τορῶς ἴσθι, genau, Empedocl. 92; οὐκ ἴσμεν τορῶς, Eur. Rhes. 77; τορῶς ἐς οὖς γεγωνήσομεν, Ion 695. – Uebh. stark, kräftig, rasch, Xen. Lac. 2, 12; τορῶς τε καὶ ὀξέως διακονεῖν, Plat. Theaet. 175 e.
Greek (Liddell-Scott)
τορός: -ά, -όν, (ΤΕΡ, τείρω) διαπεραστικός: 1) ἐπὶ τῆς φωνῆς, διαπεραστικός, ὀξύς, Λουκ. Διόνυσος 7, Ἀλκίφρων 3. 48· τὸ τ. τῆς φωνῆς Πορφ. Βίος Πλωτίν. σ. 94· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., τορῶς γεγωνεῖν Εὐρ. Ἴων 696· «τορῶς: ἰσχυρῶς· τρανῶς· μεγαλοφώνως» Φώτ.· τορὸν ἠχεῖν, βοᾶν Φιλόστρ. 542, 738· - οὕτω, τ. φόβος, τρομερός, Αἰσχύλ. Χο. 32. β) ἐπὶ τοῦ ὠτός, τὸ ἔχον λεπτήν, ὀξεῖαν αἴσθησιν, ἐς τορὸν οὖας ἔλλαχες Ἀνθ. Π. 7. 409. γ) ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, διαπεραστικός, ὀξύς, Ὀππ. Κυν. 1. 183. 2) μεταφορ., ὡς τὸ τρανής, καθαρός, σαφής, ἑρμηνεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 616, 1062· ἔπος, μῦθος αὐτόθι 1162, Ἱκέτ. 274· τορὸν γὰρ ἥξει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 253· τ. ὕμνοι πιθαν. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 4, 1, 7· ἐρέω τι τορώτερον (κοινῶς τομώτερον) Καλλ. εἰς Δῆλ. 94 - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀλλὰ τορῶς τοῦτ’ ἴσθι Ἐμπεδ. 144· τ. τεκμαίρειν, λέγειν Αἰσχύλ. Πρ. 604, 609, κλπ.· προὐξεπίστασθαι αὐτόθι 699· ἐπεξελθεῖν αὐτόθι 870· ἀπαγγέλλειν, φράζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 632, 1584· οὐ τ. ἴσμεν Εὐρ. Ρῆσ. 77· ἀκούσας οὐ τ. αὐτόθι 656. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὀξύς, ἕτοιμος, πρόθυμος, Ξεν. Λακ. 2, 11, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11. 5· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· τορῶς τε καὶ ὀξέως διακονεῖν Heind. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· συγκρ. τορώτερον, Εὐστ. Πονημάτ. 199. 53· ὑπερθετ. -τατα, Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 43.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
perçant, pénétrant ; fig. τορὸν ἔπος ESCHL parole pénétrante, càd claire, facile à comprendre ; τορὸς ἑρμηνεύς ESCHL interprète qui s’explique clairement;
Sp. τορώτατος.
Étymologie: τείρω.