κατῶρυξ: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατῶρυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ([[κατορύσσω]]), κατορωρυγμένος, κατακεχωσμένος, «παραχωμένος», χωσμένος εἰς τὴν γῆν, ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα (ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κατωρυχής]]), Εὐστ. «οἱ κατορωρυγμένοι, ὅ ἐστιν οἱ εὖ τεθεμελιωμένοι ἢ ὧν τὸ μὲν κατορώρυκται, τὸ δὲ ὑπερφαίνεται», Ὀδ. Ζ. 267, πρβλ. Ι. 185· «λίθοι κατώρυχες· οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι, οἳ καὶ θεμέλιοι λίθοι λέγονται» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 123· τὴν κατώρυγα (ἐσφαλμ. [[τύπος]]) θεμελίωσιν Φίλων Βυζ. π. Θαυμ. Βί. ἐν τέλ.· ἴδε Λοβ. Παθ. 286. ΙΙ. ὑπὸ γῆς, [[ὑπόγειος]], κατώρυχες δ’ ἔναιον, δηλ. ἐν ὀπαῖς καὶ σπηλαίοις, Αἰσχύλ. Πρ. 452· ἐκ κατώρυχος στέγης Σοφ. Ἀντ. 1100·- [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδέτ., οἰκήματα κατώρυχα Δίων Κ. 56. 11· ἄστρα κ. δινεύονται Ἄρατ. 510. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. [[κατῶρυξ]], ἡ, [[ὄρυγμα]], [[λάκκος]], Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ. 1100, ἐκ κατώρυχος στέγης. 2) τεθαμμένος [[θησαυρός]], χρυσοῦ κατώρυχες Εὐρ. Ἑκ. 1002. 3) [[ῥίζα]] πρὸς τὰ [[κάτω]] χωροῦσα, καταβολάς, [[παραφυάς]], κατώρυχες καθιέμεναι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 11, Στράβ. 694.
|lstext='''κατῶρυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ([[κατορύσσω]]), κατορωρυγμένος, κατακεχωσμένος, «παραχωμένος», χωσμένος εἰς τὴν γῆν, ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα (ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κατωρυχής]]), Εὐστ. «οἱ κατορωρυγμένοι, ὅ ἐστιν οἱ εὖ τεθεμελιωμένοι ἢ ὧν τὸ μὲν κατορώρυκται, τὸ δὲ ὑπερφαίνεται», Ὀδ. Ζ. 267, πρβλ. Ι. 185· «λίθοι κατώρυχες· οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι, οἳ καὶ θεμέλιοι λίθοι λέγονται» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 123· τὴν κατώρυγα (ἐσφαλμ. [[τύπος]]) θεμελίωσιν Φίλων Βυζ. π. Θαυμ. Βί. ἐν τέλ.· ἴδε Λοβ. Παθ. 286. ΙΙ. ὑπὸ γῆς, [[ὑπόγειος]], κατώρυχες δ’ ἔναιον, δηλ. ἐν ὀπαῖς καὶ σπηλαίοις, Αἰσχύλ. Πρ. 452· ἐκ κατώρυχος στέγης Σοφ. Ἀντ. 1100·- [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδέτ., οἰκήματα κατώρυχα Δίων Κ. 56. 11· ἄστρα κ. δινεύονται Ἄρατ. 510. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. [[κατῶρυξ]], ἡ, [[ὄρυγμα]], [[λάκκος]], Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ. 1100, ἐκ κατώρυχος στέγης. 2) τεθαμμένος [[θησαυρός]], χρυσοῦ κατώρυχες Εὐρ. Ἑκ. 1002. 3) [[ῥίζα]] πρὸς τὰ [[κάτω]] χωροῦσα, καταβολάς, [[παραφυάς]], κατώρυχες καθιέμεναι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 11, Στράβ. 694.
}}
{{bailly
|btext=υχος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> enfoui en terre;<br /><b>2</b> situé sous terre : κατώρυχες ἔναιον ESCHL ils habitaient dans des cavités souterraines ; [[κατῶρυξ]] [[στέγη]] SOPH abri souterrain;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> excavation ; souterrain, caverne;<br /><b>2</b> chambre souterraine pour le dépôt d’un trésor.<br />'''Étymologie:''' [[κατορύσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατῶρυξ Medium diacritics: κατῶρυξ Low diacritics: κατώρυξ Capitals: ΚΑΤΩΡΥΞ
Transliteration A: katō̂ryx Transliteration B: katōryx Transliteration C: katoryks Beta Code: katw=ruc

English (LSJ)

ῠχος, ὁ, ἡ, (κατορύσσω)

   A dug out, quarried, ἀγορὴ . . λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα (as if from κατωρυχής) Od.6.267, cf. 9.185; λίθοι κ. Poll.7.123; τὴν κατώρυγα (sic) θεμελίωσιν foundation of quarried stone, Ph.Byz.Mir.6.2.    2 excavated, hewn out, ἐκ κατώρυχος στέγης, of a rock tomb, S.Ant.1100; οἰκήματα κ. D.C.56.11.    II underground, κατώρυχες δ' ἔναιον A.Pr.452.    2 beneath the horizon, [ἄστρα] Arat.510.    III Subst. κατῶρυξ, ἡ, cavern, S.Ant.774; χρυσοῦ κατώρυχες treasure caves, E.Hec.1002, cf. Max.Tyr.6.3.    2 rooting branch, Str.15.1.21.

German (Pape)

[Seite 1407] υχος, eingegraben, in die Erde eingesenkt; ῥυτοῖσιν λάεσσι κατωρυχέεσσιν ἀραρυῖα Od. 6, 267. 9, 185, wie von κατωρυχής, das sich sonst nicht findet; nach Eust. ὧν μέρος τι κατορώρυκται; nach Poll. 7, 123 οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι; – κατώρυχες ἔναιον, in Höhlen oder Gruben unter der Erde, Aesch. Prom. 450; ἐκ κατώρυχος στέγης Soph. Ant. 1087; κατώρυχα οἰκήματα D. C. 56, 11; κατώρυχα δινεύονται Arat. 510. – Als subst. ἡ κατῶρυξ, die Grube, Höhle; κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι Soph. Ant. 770; χρυσοῦ παλαιαὶ κατώρυχες Eur. Hec. 1002. – Auch der Senker, das Senkreis, Theophr., Strab. XV, 694.

Greek (Liddell-Scott)

κατῶρυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, (κατορύσσω), κατορωρυγμένος, κατακεχωσμένος, «παραχωμένος», χωσμένος εἰς τὴν γῆν, ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κατωρυχής), Εὐστ. «οἱ κατορωρυγμένοι, ὅ ἐστιν οἱ εὖ τεθεμελιωμένοι ἢ ὧν τὸ μὲν κατορώρυκται, τὸ δὲ ὑπερφαίνεται», Ὀδ. Ζ. 267, πρβλ. Ι. 185· «λίθοι κατώρυχες· οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι, οἳ καὶ θεμέλιοι λίθοι λέγονται» Πολυδ. Ζ΄, 123· τὴν κατώρυγα (ἐσφαλμ. τύπος) θεμελίωσιν Φίλων Βυζ. π. Θαυμ. Βί. ἐν τέλ.· ἴδε Λοβ. Παθ. 286. ΙΙ. ὑπὸ γῆς, ὑπόγειος, κατώρυχες δ’ ἔναιον, δηλ. ἐν ὀπαῖς καὶ σπηλαίοις, Αἰσχύλ. Πρ. 452· ἐκ κατώρυχος στέγης Σοφ. Ἀντ. 1100·- ὡσαύτως ὡς οὐδέτ., οἰκήματα κατώρυχα Δίων Κ. 56. 11· ἄστρα κ. δινεύονται Ἄρατ. 510. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. κατῶρυξ, ἡ, ὄρυγμα, λάκκος, Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ. 1100, ἐκ κατώρυχος στέγης. 2) τεθαμμένος θησαυρός, χρυσοῦ κατώρυχες Εὐρ. Ἑκ. 1002. 3) ῥίζα πρὸς τὰ κάτω χωροῦσα, καταβολάς, παραφυάς, κατώρυχες καθιέμεναι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 11, Στράβ. 694.

French (Bailly abrégé)

υχος (ὁ, ἡ)
I. adj.
1 enfoui en terre;
2 situé sous terre : κατώρυχες ἔναιον ESCHL ils habitaient dans des cavités souterraines ; κατῶρυξ στέγη SOPH abri souterrain;
II. subst.
1 excavation ; souterrain, caverne;
2 chambre souterraine pour le dépôt d’un trésor.
Étymologie: κατορύσσω.