ἀνάριθμος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάριθμος''': [ᾰ], ποιητ. [[ἀνήριθμος]], ον, [[ἀναρίθμητος]], «ἀλογάριαστος», Σαπφ. 72, Τραγ. (πρβλ. [[γέλασμα]])· πλῆθός τ’ ἀνάριθμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 40: [[μετὰ]] γεν., [[ἀνάριθμος]] ὧδε θρήνων, [[ἄμετρος]] [[οὕτως]] εἰς τοὺς θρήνους, Σοφ. Ἠλ. 232· μηνῶν [[ἀνήριθμος]] (ἐκ διορθ. τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ μήλων), [[ἄνευ]] ἀριθμοῦ τῶν μηνῶν, ἀναριθμήτους μῆνας, ὁ αὐτ. Αἴ. 604· ὧν [[πόλις]] [[ἀνάριθμος]] ὄλλυται, διὰ [τῆς ἀπωλείας] ἀναριθμήτου πλήθους ἐξ αὐτῶν..., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 179· [[ἀλλά]], χρόνον... ἡμερῶν ἀνήριθμον· [[ἁπλῶς]] ἀντὶ ἡμέρας ἀνηρίθμους, ὁ αὐτ. Τρ. 247. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 711· [ἀνᾰρῑθμος ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 40· (λυρ.)· ἀνᾰρῐθμος ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1335 (ἰαμβ.). Ὁ Σοφ. ἔχει ἀνᾰρῐθμος ἐν λυρ., Ο. Τ. 167, 179, καὶ πιθ. ἐν Ἠλ. 232. Ὁ Αἰσχύλ. καὶ ὁ Σοφ. [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζονται τὸ ἀνήρῐθμος ἐν λυρ.: Ὁ Θεόκρ. ἔχει ἀνᾰριθμος ἐν ἄρσει, 15. 45, ἀλλ’ ἀνᾰριθμος 16. 90.]
|lstext='''ἀνάριθμος''': [ᾰ], ποιητ. [[ἀνήριθμος]], ον, [[ἀναρίθμητος]], «ἀλογάριαστος», Σαπφ. 72, Τραγ. (πρβλ. [[γέλασμα]])· πλῆθός τ’ ἀνάριθμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 40: [[μετὰ]] γεν., [[ἀνάριθμος]] ὧδε θρήνων, [[ἄμετρος]] [[οὕτως]] εἰς τοὺς θρήνους, Σοφ. Ἠλ. 232· μηνῶν [[ἀνήριθμος]] (ἐκ διορθ. τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ μήλων), [[ἄνευ]] ἀριθμοῦ τῶν μηνῶν, ἀναριθμήτους μῆνας, ὁ αὐτ. Αἴ. 604· ὧν [[πόλις]] [[ἀνάριθμος]] ὄλλυται, διὰ [τῆς ἀπωλείας] ἀναριθμήτου πλήθους ἐξ αὐτῶν..., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 179· [[ἀλλά]], χρόνον... ἡμερῶν ἀνήριθμον· [[ἁπλῶς]] ἀντὶ ἡμέρας ἀνηρίθμους, ὁ αὐτ. Τρ. 247. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 711· [ἀνᾰρῑθμος ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 40· (λυρ.)· ἀνᾰρῐθμος ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1335 (ἰαμβ.). Ὁ Σοφ. ἔχει ἀνᾰρῐθμος ἐν λυρ., Ο. Τ. 167, 179, καὶ πιθ. ἐν Ἠλ. 232. Ὁ Αἰσχύλ. καὶ ὁ Σοφ. [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζονται τὸ ἀνήρῐθμος ἐν λυρ.: Ὁ Θεόκρ. ἔχει ἀνᾰριθμος ἐν ἄρσει, 15. 45, ἀλλ’ ἀνᾰριθμος 16. 90.]
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />innombrable, immense ; [[ἀνάριθμος]] θρήνων SOPH qui ne cesse de gémir.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀριθμός]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰριθμος Medium diacritics: ἀνάριθμος Low diacritics: ανάριθμος Capitals: ΑΝΑΡΙΘΜΟΣ
Transliteration A: anárithmos Transliteration B: anarithmos Transliteration C: anarithmos Beta Code: a)na/riqmos

English (LSJ)

[ᾰρ], poet. ἀνήριθμος, ον,

   A without number, countless, Sapph.Supp.20.10, Pi.I.5(4).50; κυμάτων ἀ. γέλασμα A.Pr.90; πλῆθος ἀνάριθμοι Id.Pers.40: c. gen., ἀ. ὧδε θρήνων without count or measure in lamentations, S.El.232; μηνῶν ἀ. (Herm. for μήλων) without count of months, Id.Aj.604 (lyr.); ὧν πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται by [the loss of] countless hosts of them... Id.OT179; χρόνον . . ἡμερῶν ἀνήριθμον Id.Tr.247.    II without number, i. e. having no assigned number, Plot.6.6.11.    2 not numerable, Dam.Pr.117. [ἀνᾰρῑθμος Sapph. l. c., A.Pers.40 (lyr.); ἀνᾰρῐθμος in E.Ba.1335 (iamb.). S. has ἀνᾰρῐθμος in lyr., OT167,179, El.232. S. also uses ἀνήρῐθμος in lyr., Aj.604: Theoc. has ἀνᾱριθμος 15.45, but ἀνᾰριθμος 16.90.]

German (Pape)

[Seite 205] 1) zahllos, unzählig, ἄνδρες Pind. I. 4, 56; πλῆθος Aesch. Pers. 40; πήματα, πόλις, Soph. O. R. 168. 179; θρήνων, nicht Maaß haltend im Klagen, El. 225. Bei Xen. Cyr. 7, 4, 17 hat ein guter cod. ἀναρίθμητος, s. auch ἀνήριθμος. – 2) nicht gezählt, nichtberüchsichtigt, nicht geachtet, s. Erkl. zu Soph. Ai. 597.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάριθμος: [ᾰ], ποιητ. ἀνήριθμος, ον, ἀναρίθμητος, «ἀλογάριαστος», Σαπφ. 72, Τραγ. (πρβλ. γέλασμα)· πλῆθός τ’ ἀνάριθμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 40: μετὰ γεν., ἀνάριθμος ὧδε θρήνων, ἄμετρος οὕτως εἰς τοὺς θρήνους, Σοφ. Ἠλ. 232· μηνῶν ἀνήριθμος (ἐκ διορθ. τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ μήλων), ἄνευ ἀριθμοῦ τῶν μηνῶν, ἀναριθμήτους μῆνας, ὁ αὐτ. Αἴ. 604· ὧν πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται, διὰ [τῆς ἀπωλείας] ἀναριθμήτου πλήθους ἐξ αὐτῶν..., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 179· ἀλλά, χρόνον... ἡμερῶν ἀνήριθμον· ἁπλῶς ἀντὶ ἡμέρας ἀνηρίθμους, ὁ αὐτ. Τρ. 247. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 711· [ἀνᾰρῑθμος ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 40· (λυρ.)· ἀνᾰρῐθμος ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1335 (ἰαμβ.). Ὁ Σοφ. ἔχει ἀνᾰρῐθμος ἐν λυρ., Ο. Τ. 167, 179, καὶ πιθ. ἐν Ἠλ. 232. Ὁ Αἰσχύλ. καὶ ὁ Σοφ. ὡσαύτως μεταχειρίζονται τὸ ἀνήρῐθμος ἐν λυρ.: Ὁ Θεόκρ. ἔχει ἀνᾰριθμος ἐν ἄρσει, 15. 45, ἀλλ’ ἀνᾰριθμος 16. 90.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
innombrable, immense ; ἀνάριθμος θρήνων SOPH qui ne cesse de gémir.
Étymologie: ἀ, ἀριθμός.