ἐρεμνός: Difference between revisions
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρεμνός''': -ή, -όν, συγκεκομμ. ἐκ τοῦ ἐρεβεννὸς (πρβλ. [[Ἔρεβος]]), [[μέλας]], [[ζοφώδης]], κατάμαυρος, ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε Ὀδ. Ω. 106, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 427: - [[ὡσαύτως]], [[ζοφερός]], [[σκοτεινός]], ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικὼς Ὀδ. Λ. 606· ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Ἰλ. Μ. 375· αἰγὶς ἐρ. Ξ. 167. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 444· ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου, ἐπὶ αἱματοχυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390· ἐρ. [[αἷμα]] Σοφ. Αἴ. 376· Ἅιδου μυχοὶ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 218· μεταφ., ἐρεμνὴ [[φάτις]], σκοτεινὴ [[φήμη]], Σοφ. Ἀντ. 700. | |lstext='''ἐρεμνός''': -ή, -όν, συγκεκομμ. ἐκ τοῦ ἐρεβεννὸς (πρβλ. [[Ἔρεβος]]), [[μέλας]], [[ζοφώδης]], κατάμαυρος, ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε Ὀδ. Ω. 106, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 427: - [[ὡσαύτως]], [[ζοφερός]], [[σκοτεινός]], ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικὼς Ὀδ. Λ. 606· ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Ἰλ. Μ. 375· αἰγὶς ἐρ. Ξ. 167. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 444· ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου, ἐπὶ αἱματοχυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390· ἐρ. [[αἷμα]] Σοφ. Αἴ. 376· Ἅιδου μυχοὶ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 218· μεταφ., ἐρεμνὴ [[φάτις]], σκοτεινὴ [[φήμη]], Σοφ. Ἀντ. 700. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />obscur, sombre, ténébreux : <i>fig.</i> ἐρεμνὴ [[φάτις]] SOPH bruit obscur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρέφω]], cf. [[ἔρεβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (Ερεβ-νός, cf. Ἔρεβος)
A murky, black, dark, ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε Od.24.106, cf. h.Merc.427; ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς Od.11.606, cf. Sapph.Supp.1.18 ; ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Il.12.375 ; ἐ. αἰγίς 4.167, Hes.Sc.444 ; ἕσπερος A.R.4.1289 ; ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου, of bloodshed, A.Ag.1390 ; ἐ. αἷμα S.Aj.376(lyr.); Ἅιδου μυχοί prob. in E.Heracl.218: metaph., ἐ. φάτις a dark, obscure rumour, S.Ant.700 ; ἔρος ἐ. Ibyc.1.
German (Pape)
[Seite 1025] (für ἐρεβεννός von ἔρεβος), schwarz, finster, dunkelfarbig, νύξ Od. 11, 606; γαῖα 24, 106; H. h. Merc. 427; Hes. Th. 334; αἰγίς, des Zeus, Sc. 445, wo es den Nebenbegriff des Grausenerregenden, Furchtbaren hat; ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Il. 12, 375; vom Blut, ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου Aesch. Ag. 1363; ἐρεμνὸν αἷμ' ἔδευσα Soph. Ai. 369; ᾅδου τ' ἐρεμνῶν ἐξήγαγεν μυχῶν Eur. Heracl. 218; ἕσπερος Ap. Rh. 4, 1291; – übertr., τοιάδ' ἐρεμνὴ σῖγ' ἐπέρχεται φάτις Soph. Ant. 696, eiu dunkles Gerede, dessen Urheber man nicht kennt. – Auch Ant. Lib. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεμνός: -ή, -όν, συγκεκομμ. ἐκ τοῦ ἐρεβεννὸς (πρβλ. Ἔρεβος), μέλας, ζοφώδης, κατάμαυρος, ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε Ὀδ. Ω. 106, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 427: - ὡσαύτως, ζοφερός, σκοτεινός, ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικὼς Ὀδ. Λ. 606· ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Ἰλ. Μ. 375· αἰγὶς ἐρ. Ξ. 167. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 444· ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου, ἐπὶ αἱματοχυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390· ἐρ. αἷμα Σοφ. Αἴ. 376· Ἅιδου μυχοὶ Εὐρ. Ἡρακλ. 218· μεταφ., ἐρεμνὴ φάτις, σκοτεινὴ φήμη, Σοφ. Ἀντ. 700.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
obscur, sombre, ténébreux : fig. ἐρεμνὴ φάτις SOPH bruit obscur.
Étymologie: ἐρέφω, cf. ἔρεβος.