ὀλοθρεύω: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλοθρεύω''': [[καταστρέφω]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 23, κ. ἀλλ.), Φίλων 1. 73, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 28· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀνθ. Π. 1. 57, πρβλ. ἐξολοθρεύω· -[[ἐντεῦθεν]] [[ὀλόθρευσις]], ἡ, τὸ καταστρέφειν, ἡ [[καταστροφή]], Βυζ.· -ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, ὁ [[καταστροφεύς]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ι΄, 10· - θηλ. ὀλοθρεύτρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[λοιγίστρια]]· - ὀλοθρευτικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127. | |lstext='''ὀλοθρεύω''': [[καταστρέφω]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 23, κ. ἀλλ.), Φίλων 1. 73, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 28· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀνθ. Π. 1. 57, πρβλ. ἐξολοθρεύω· -[[ἐντεῦθεν]] [[ὀλόθρευσις]], ἡ, τὸ καταστρέφειν, ἡ [[καταστροφή]], Βυζ.· -ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, ὁ [[καταστροφεύς]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ι΄, 10· - θηλ. ὀλοθρεύτρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[λοιγίστρια]]· - ὀλοθρευτικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=exterminer, ruiner, détruire.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλεθρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
A destroy, v.l. for ὀλεθρεύω in LXX Ex.12.23,al., Ph.1.73 (citing Ex.l.c.), Ep.Hebr.11.28 ; cf. ἐξολοθρεύω:—hence ὀλοθρ-ευτής, οῦ, ὁ, destroyer, IEp.Cor.10.10 :—fem. ὀλοθρ-εύτρια, gloss on λοιγίστρια, Hsch. :
German (Pape)
[Seite 325] verderben, zerstören, N. T., Schol. Eur. Hipp. 535 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοθρεύω: καταστρέφω, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 23, κ. ἀλλ.), Φίλων 1. 73, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 28· ὡσαύτως ἐν Ἀνθ. Π. 1. 57, πρβλ. ἐξολοθρεύω· -ἐντεῦθεν ὀλόθρευσις, ἡ, τὸ καταστρέφειν, ἡ καταστροφή, Βυζ.· -ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, ὁ καταστροφεύς, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ι΄, 10· - θηλ. ὀλοθρεύτρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λοιγίστρια· - ὀλοθρευτικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127.
French (Bailly abrégé)
exterminer, ruiner, détruire.
Étymologie: ὄλεθρος.