ἀποχάραξις: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποχάραξις''': -εως, ἡ, [[ἐντομή]], «χαραγματιά», πολλὰς ἀποχαράξεις λαμβάνοντα (τὸν κῶνον) βαθμοειδεῖς καὶ τραχύτητας Πλούτ. 2. 1709Ε, [[ἀμυχή]], «τσουγκράνισμα», Γαλην. τ. 10. σ. 448. | |lstext='''ἀποχάραξις''': -εως, ἡ, [[ἐντομή]], «χαραγματιά», πολλὰς ἀποχαράξεις λαμβάνοντα (τὸν κῶνον) βαθμοειδεῖς καὶ τραχύτητας Πλούτ. 2. 1709Ε, [[ἀμυχή]], «τσουγκράνισμα», Γαλην. τ. 10. σ. 448. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />incision.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[χαράσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
[χᾰ], εως, ἡ,
A incision, πολλὰς -ξεις λαμβάνειν Democr. 155; scarification, Gal.11.305,al. II enclosure, Haussoullier Milet p.187, cf.Rev.Phil.44.251,264.
German (Pape)
[Seite 336] ἡ, eingedrückte Spur, Einschnitt, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχάραξις: -εως, ἡ, ἐντομή, «χαραγματιά», πολλὰς ἀποχαράξεις λαμβάνοντα (τὸν κῶνον) βαθμοειδεῖς καὶ τραχύτητας Πλούτ. 2. 1709Ε, ἀμυχή, «τσουγκράνισμα», Γαλην. τ. 10. σ. 448.