ἀποστομόω: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποστομόω''': [[κλείω]] τὸ [[στόμα]] τινός, [[κλείω]], [[φράττω]], Πολύβ. Ἀποσπ. 26· ἀντίθετον τῷ [[ἀναστομόω]]. ΙΙ. = [[ἀποστομίζω]] 1, ὅπλα... ἀπεστομωμένα Διον. Ἁλ. 6.14: μεταφ. Λουκ. Τίμ. 10. | |lstext='''ἀποστομόω''': [[κλείω]] τὸ [[στόμα]] τινός, [[κλείω]], [[φράττω]], Πολύβ. Ἀποσπ. 26· ἀντίθετον τῷ [[ἀναστομόω]]. ΙΙ. = [[ἀποστομίζω]] 1, ὅπλα... ἀπεστομωμένα Διον. Ἁλ. 6.14: μεταφ. Λουκ. Τίμ. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />émousser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[στομόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A stop the mouth of, Cerc.11.7: hence, block, stop up, τὰς διώρυχας Plb.Fr.117. II = ἀποστομίζω 1, ὅπλα ἀπεστομωμένα τὰς ἀκμάς D.H.6.14, cf. Luc.Tim.10.
German (Pape)
[Seite 327] 1) dasselbe, ὅπλα ἀπεστομωμένα τὰς ἀκμάς Dion. Hal. 6, 14; vom Blitz des Jupiter, Luc. Tim. 10. – 2) den Mund verschließen; übh. verstopfen, διώρυγας Pol. frg. gr. 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστομόω: κλείω τὸ στόμα τινός, κλείω, φράττω, Πολύβ. Ἀποσπ. 26· ἀντίθετον τῷ ἀναστομόω. ΙΙ. = ἀποστομίζω 1, ὅπλα... ἀπεστομωμένα Διον. Ἁλ. 6.14: μεταφ. Λουκ. Τίμ. 10.