Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλονεικία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλονεικία''': (τὸ ὀρθόν, φιλονικία, ἴδε [[φιλόνεικος]] ἐν τέλει), ἡ, [[ἀγάπη]] πρὸς τὰς ἔριδας, [[τάσις]] καὶ ἐπιμονὴ πρὸς ἔριδας, [[ἀντίπραξις]] [[ἅμιλλα]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, φιλ. [[ἕνεκα]] τῆς [[αὐτίκα]] Θουκ. 1. 41, πρβλ. 3. 82· φ. ἢ φιλοτιμίας [[ἕνεκα]] Πλάτ. Νόμ. 860D, πρβλ. Ἀλκιβ. 1. 122C· ἐκ μέθης καὶ φιλονεικίας Λυσί. 100. 12· διὰ στάσιν καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους φ. ὁ αὐτ. 913 Reisk.· εἰς πόλεμον… πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Ἰσοκρ. 266Α· ἡ πρὸς ἀλλήλους [[ἔρις]] καὶ φ. Δημ. 114. 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 88Α, 90Β· [[ἀλλά]] τίς με εἴληφε φ. πρὸς τὰ εἰρημένα ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Α· ὑπὸ τῆς πρὸς τἀμὰ ἔργα φ. Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12· οὐ φιλονεικίᾳ γε ἐρωτῶ Πλάτ. Γοργ. 515Β· ἐάν τις φιλονεικίᾳ κριθῇ… δρᾶν, τεθνάτω ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 938C· εἰς τοσοῦτον φιλονεικίας ἐλθεῖν [[πρός]] τινα, [[ὥστε]]… ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 243Β· φ. τινὶ ἐμβάλλειν, ἐμποιεῖν Ξεν. Κύρ. 7. 1, 18., 8. 2, 26· φ. τισὶ ἐμβ. πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2, 8· ― πληθ., φ. καὶ φιλοτιμίαι Πλάτ. Πολ. 548C· φ. γίγνονται ἀνθρώποις [[περί]] τινος Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22· αἱ περὶ τὰς χορηγίας φ. Ἰσοκρ. 150C· φιλ. καὶ στάσεις Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 9. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἔστω τούτων… κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φ. Πλάτ. Νόμ. 834C· [[μάλιστα]] ἐν τοῖς ἀγῶσι, πολλὴ φ. ἐγίγνετο Ξεν. Ἀν. 4. 8, 27, πρβλ. Λακ. 4, 2· διὰ φιλονεικίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 9, 6· ἐμπίπτει φ. πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. κρατίστη οὖσα ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 21, 10. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γϳ, σ. 314, ἴδε καὶ Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τ. 1, σ. 274.
|lstext='''φῐλονεικία''': (τὸ ὀρθόν, φιλονικία, ἴδε [[φιλόνεικος]] ἐν τέλει), ἡ, [[ἀγάπη]] πρὸς τὰς ἔριδας, [[τάσις]] καὶ ἐπιμονὴ πρὸς ἔριδας, [[ἀντίπραξις]] [[ἅμιλλα]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, φιλ. [[ἕνεκα]] τῆς [[αὐτίκα]] Θουκ. 1. 41, πρβλ. 3. 82· φ. ἢ φιλοτιμίας [[ἕνεκα]] Πλάτ. Νόμ. 860D, πρβλ. Ἀλκιβ. 1. 122C· ἐκ μέθης καὶ φιλονεικίας Λυσί. 100. 12· διὰ στάσιν καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους φ. ὁ αὐτ. 913 Reisk.· εἰς πόλεμον… πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Ἰσοκρ. 266Α· ἡ πρὸς ἀλλήλους [[ἔρις]] καὶ φ. Δημ. 114. 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 88Α, 90Β· [[ἀλλά]] τίς με εἴληφε φ. πρὸς τὰ εἰρημένα ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Α· ὑπὸ τῆς πρὸς τἀμὰ ἔργα φ. Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12· οὐ φιλονεικίᾳ γε ἐρωτῶ Πλάτ. Γοργ. 515Β· ἐάν τις φιλονεικίᾳ κριθῇ… δρᾶν, τεθνάτω ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 938C· εἰς τοσοῦτον φιλονεικίας ἐλθεῖν [[πρός]] τινα, [[ὥστε]]… ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 243Β· φ. τινὶ ἐμβάλλειν, ἐμποιεῖν Ξεν. Κύρ. 7. 1, 18., 8. 2, 26· φ. τισὶ ἐμβ. πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2, 8· ― πληθ., φ. καὶ φιλοτιμίαι Πλάτ. Πολ. 548C· φ. γίγνονται ἀνθρώποις [[περί]] τινος Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22· αἱ περὶ τὰς χορηγίας φ. Ἰσοκρ. 150C· φιλ. καὶ στάσεις Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 9. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἔστω τούτων… κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φ. Πλάτ. Νόμ. 834C· [[μάλιστα]] ἐν τοῖς ἀγῶσι, πολλὴ φ. ἐγίγνετο Ξεν. Ἀν. 4. 8, 27, πρβλ. Λακ. 4, 2· διὰ φιλονεικίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 9, 6· ἐμπίπτει φ. πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. κρατίστη οὖσα ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 21, 10. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γϳ, σ. 314, ἴδε καὶ Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τ. 1, σ. 274.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> goût pour les querelles, amour des disputes, jalousie;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> rivalité, émulation : φιλονεικίαν ἐμβάλλειν τινί XÉN faire naître chez qqn un désir de rivaliser avec d’autres (pour se montrer aussi brave que possible à l’égard de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[φιλόνεικος]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1282] ἡ, Streitsucht, Zanksucht, Wetteifer; πρός τι, in Etwas, Thuc. 1, 41; καὶ ἅμιλλα Plat. Legg. VIII, 834 c; neben φιλοτιμία IX, 860 d; τὸ εἰς τοσοῦτον φιλονεικίας ἐλθεῖν πρὸς τὴν πόλιν τοὺς ἄλλους Ἕλληνας Menex. 243 d; aber auch φθόνο υ τε καὶ φιλονεικίας καὶ ἔχθρας ἐμπίπλασθαι Lys. 215 d, u. öfter; διὰ φιλονεικίαν ἀγῶνα προελέσθαι Lycurg. 5; φιλονεικίαν ἐμβάλλειν, ἐμποιεῖν τινι, Wetteifer, Ehrgeiz bei Einem erregen, Xen. Cyr. 7, 1,18. 8, 2,26; Sp., wie Pol. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλονεικία: (τὸ ὀρθόν, φιλονικία, ἴδε φιλόνεικος ἐν τέλει), ἡ, ἀγάπη πρὸς τὰς ἔριδας, τάσις καὶ ἐπιμονὴ πρὸς ἔριδας, ἀντίπραξις ἅμιλλα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, φιλ. ἕνεκα τῆς αὐτίκα Θουκ. 1. 41, πρβλ. 3. 82· φ. ἢ φιλοτιμίας ἕνεκα Πλάτ. Νόμ. 860D, πρβλ. Ἀλκιβ. 1. 122C· ἐκ μέθης καὶ φιλονεικίας Λυσί. 100. 12· διὰ στάσιν καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους φ. ὁ αὐτ. 913 Reisk.· εἰς πόλεμον… πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Ἰσοκρ. 266Α· ἡ πρὸς ἀλλήλους ἔρις καὶ φ. Δημ. 114. 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 88Α, 90Β· ἀλλά τίς με εἴληφε φ. πρὸς τὰ εἰρημένα ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Α· ὑπὸ τῆς πρὸς τἀμὰ ἔργα φ. Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12· οὐ φιλονεικίᾳ γε ἐρωτῶ Πλάτ. Γοργ. 515Β· ἐάν τις φιλονεικίᾳ κριθῇ… δρᾶν, τεθνάτω ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 938C· εἰς τοσοῦτον φιλονεικίας ἐλθεῖν πρός τινα, ὥστε… ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 243Β· φ. τινὶ ἐμβάλλειν, ἐμποιεῖν Ξεν. Κύρ. 7. 1, 18., 8. 2, 26· φ. τισὶ ἐμβ. πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2, 8· ― πληθ., φ. καὶ φιλοτιμίαι Πλάτ. Πολ. 548C· φ. γίγνονται ἀνθρώποις περί τινος Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22· αἱ περὶ τὰς χορηγίας φ. Ἰσοκρ. 150C· φιλ. καὶ στάσεις Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 9. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἔστω τούτων… κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φ. Πλάτ. Νόμ. 834C· μάλιστα ἐν τοῖς ἀγῶσι, πολλὴ φ. ἐγίγνετο Ξεν. Ἀν. 4. 8, 27, πρβλ. Λακ. 4, 2· διὰ φιλονεικίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 9, 6· ἐμπίπτει φ. πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. κρατίστη οὖσα ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 21, 10. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γϳ, σ. 314, ἴδε καὶ Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τ. 1, σ. 274.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 goût pour les querelles, amour des disputes, jalousie;
2 en gén. rivalité, émulation : φιλονεικίαν ἐμβάλλειν τινί XÉN faire naître chez qqn un désir de rivaliser avec d’autres (pour se montrer aussi brave que possible à l’égard de qqn).
Étymologie: φιλόνεικος.