διαβάλλω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ˙ πρκμ. -βέβληκα˙-[[ῥίπτω]] [[ἀπέναντι]] ἢ εἰς τὸ [[πέραν]], [[διαβιβάζω]] [[ἀπέναντι]], [[νέας]] Ἡρόδ. 5. 33, 34˙ [[ἐντεῦθεν]]. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., ὡς τὸ Λατ. trajicere, [[ὑπερβαίνω]], [[διαβαίνω]], [[διέρχομαι]], ἐκ…, ἐς… Ἡρόδ. 9. 114˙ πρὸς… Εὐρ. Ἱκέτ. 931˙ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. τοπικοῦ διαστήματος δ. πόρον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66˙ γεφύρας Εὐρ. Ρήσ. 117˙ τὸν Ἰόνιον Θουκ. 6. 30˙ τὸ [[πέλαγος]] εἰς τόπον Δημήτρ. Σικελ. 1. 3) περῶ διὰ μέσου, τῆς θύρας δάκτυλον Διογ. Λ. 1. 118˙ [[τύλος]] διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ Ἀρρ. Ἀν. 2. 2. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ 643, ἅττα διαβάλοι τις αὐτῇ, ταῦτ’ ἂν ἥδιστ’ ἤσθιεν, [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ παραβάλοι, οἱαδήποτε κομμάτια ἤθελε ῥίψει εἰς αὐτὴν …, [[μετὰ]] παιδιᾶς λεγόμενον ἐπὶ τῆς σημασ. IV. ΙΙΙ. [[ἐγείρω]] διαφορὰν [[μεταξύ]] τινων, [[κάμνω]] τινὰς νὰ ἐρίσωσιν˙ ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Πλάτ. Συμπ. 222C, D, πρβλ. Πολ. 498C˙ οὕτω, δ. [τινὰς] ἀλλήλοις Ἀριστ. Πολ. 5.1, 8.- Παθ. διαφέρομαι [[πρός]] τινα, διαφωνῶ, τινὶ Πλάτ. Φαίδωνι 67Ε. | |lstext='''διαβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ˙ πρκμ. -βέβληκα˙-[[ῥίπτω]] [[ἀπέναντι]] ἢ εἰς τὸ [[πέραν]], [[διαβιβάζω]] [[ἀπέναντι]], [[νέας]] Ἡρόδ. 5. 33, 34˙ [[ἐντεῦθεν]]. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., ὡς τὸ Λατ. trajicere, [[ὑπερβαίνω]], [[διαβαίνω]], [[διέρχομαι]], ἐκ…, ἐς… Ἡρόδ. 9. 114˙ πρὸς… Εὐρ. Ἱκέτ. 931˙ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. τοπικοῦ διαστήματος δ. πόρον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66˙ γεφύρας Εὐρ. Ρήσ. 117˙ τὸν Ἰόνιον Θουκ. 6. 30˙ τὸ [[πέλαγος]] εἰς τόπον Δημήτρ. Σικελ. 1. 3) περῶ διὰ μέσου, τῆς θύρας δάκτυλον Διογ. Λ. 1. 118˙ [[τύλος]] διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ Ἀρρ. Ἀν. 2. 2. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ 643, ἅττα διαβάλοι τις αὐτῇ, ταῦτ’ ἂν ἥδιστ’ ἤσθιεν, [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ παραβάλοι, οἱαδήποτε κομμάτια ἤθελε ῥίψει εἰς αὐτὴν …, [[μετὰ]] παιδιᾶς λεγόμενον ἐπὶ τῆς σημασ. IV. ΙΙΙ. [[ἐγείρω]] διαφορὰν [[μεταξύ]] τινων, [[κάμνω]] τινὰς νὰ ἐρίσωσιν˙ ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Πλάτ. Συμπ. 222C, D, πρβλ. Πολ. 498C˙ οὕτω, δ. [τινὰς] ἀλλήλοις Ἀριστ. Πολ. 5.1, 8.- Παθ. διαφέρομαι [[πρός]] τινα, διαφωνῶ, τινὶ Πλάτ. Φαίδωνι 67Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διαβαλῶ, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[διά]] à travers) jeter à travers : [[νέας]] HDT <i>litt.</i> faire passer des navires à travers une mer, faire franchir une mer à des navires ; <i>intr.</i> se jeter à travers, traverser, franchir : τὸν Ἰόνιον THC la mer Ionienne ; δ. [[ἐς]] τὴν Νάξον HDT, πρὸς τὴν ἤπειρον THC passer la mer pour aller à Naxos, pour gagner le continent (voisin);<br /><b>II.</b> ([[διά]] de côté et d’autre) jeter de côté et d’autre, <i>d’où</i><br /><b>1</b> séparer, désunir : διαβεβλῆσθαί τινι PLAT être brouillé avec qch, <i>càd</i> faire fi de qch;<br /><b>2</b> déconseiller, dissuader, détourner de : τινα [[πρός]] [[τι]] PLUT détourner qqn de qch (<i>litt.</i> à l’égard de qch);<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> attaquer, accuser, calomnier : τινα [[πρός]] τινα, τινα ἔς τινα, τινά τινι accuser une personne auprès d’une autre ; <i>abs.</i> dire du mal de, décrier;<br /><b>4</b> tromper, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαβάλλομαι (<i>f.</i> διαβαλοῦμαι);<br /><b>1</b> διαβάλλεσθαι [[πρός]] τινα ἀστραγάλοις PLUT <i>ou</i> τοῖς κύβοις PLUT jouer avec qqn aux osselets <i>ou</i> aux dés;<br /><b>2</b> tromper, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -βᾰλῶ: pf. -βέβληκα:—
A throw or carry over or across, νέας Hdt.5.33,34; in wrestling, Ar.Eq.262 codd. 2 more freq. intr., pass over, cross, ἐκ . . ἐς . . Hdt.9.114; φυγῇ πρὸς Ἄργος E.Supp.931; πρὸς τὴν ἤπειρον Th.2.83: c. acc. spatii, δ. πόρον A. Fr.69 (dub.); γεφύρας E.Rh.117; τὸν Ἰόνιον Th.6.30; τὸ πέλαγος εἰς Μεσσαπίους Demetr.Com.Vet.1. 3 put through, τῆς θύρας δάκτυλον D.L.1.118; τύλος διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ Arr.An.2.3.7 ( = Aristobul.Fr.4); κρίκων δι' ἀλλήλων διαβεβλημένων D.Chr.30.20; διαβληθέντων τῶν ἀγκώνων διὰ μέσων τῶν τόνων Hero Bel.101.12, cf. 108.6. II in Ar.Pax643 ἅττα διαβάλοι τις αὐτῷ, ταῦτ' ἂν ἥδιστ' ἤσθιεν, for παραβάλοι, whatever scraps they threw to him, with a play on signf. v. III set at variance, ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Pl.Smp.222c, 222d, cf. R.498c; δ. τινὰς ἀλλήλοις Arist.Pol.1313b16; set against, τινὰς πρὸς τὰ πάθη, πρὸς τὴν βρῶσιν, Plu.2.727d, 730f; bring into discredit, μή με διαβάλῃς στρατῷ S.Ph.582; δ. [τινὰ] τῇ πόλει Pl.R.566b:— Pass., to be at variance with, τινί Id.Phd.67e; to be filled with suspicion and resentment against another, Hdt.5.35, 6.64, Th.8.81, 83; οὐδὲν ὑπολείπεται ὅτῳ ἄν μοι δικαίως διαβεβλῇσθε And.2.24; πρός τινα Hdt. 8.22, Arist.Rh.1404b21, Plb.30.19.2; τοὺς -βεβλημένους πρὸς τὴν φιλοσοφίαν Isoc.15.175; to be brought into discredit, ἐς τοὺς ξυμμάχους Th.4.22; διαβεβλημένος discredited, Lys.7.27, 8.7. IV put off with evasions, δ. τινὰ μίαν (sc. ἡμέραν) ἐκ μιᾶς Sammelb.5343.41 (ii A. D.), cf. PFlor.36.23 (iv A. D.). V attack a man's character, calumniate, δ. τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τὸν Ἀρταφρένεα Hdt.5.96; Πελοποννησίους ἐς τοὺς Ἕλληνας Th.3.109; διέβαλλον τοὺς Ἴωνας ὡς δι' ἐκείνους ἀπολοίατο αἱ νέες Hdt.8.90; διαβαλὼν αὐτοὺς ὡς οὐδὲν ἀληθὲς ἐν νῷ ἔχουσι Th.5.45; accuse, complain of, without implied malice or falsehood, PTeb.23.4 (ii B. C.): c. dat. rei, reproach a man with .., τῇ ἀτυχίᾳ Antipho 2.4.4; δ. τινὰ εἴς or πρός τι, Luc.Demon. 50, Macr.14:—Pass., διεβλήθη ὡς Ev.Luc.16.1; ἐπὶ βίῳ μὴ σώφρονι διαβεβλημένος Hdn.2.6.6. 2 c. acc. rei, misrepresent, D.18.225, 28.1, etc.: speak or state slanderously, ὡς οὗτος διέβαλλεν Id.18.20, cf. ib.14; τοῦτό μου διαβάλλει ib.28: generally, give hostile information, without any insinuation of falsehood, Th.3.4. 3 δ. τι εἴς τινα lay the blame for a thing on... Procop.Arc.22.19. 4 disprove a scientific or philosophical doctrine, Gal.5.289:—Pass., Id.5.480, Plu.2.930b. 5 δ. ἔπος declare it spurious, Id.Thes. 34. VI deceive by false accounts, impose upon, mislead, τινά Hdt.3.1, 5.50, 8.110, E.Fr.435:—Med., Hdt.9.116, Ar.Av.1648 (ubi v. Sch.), Th.1214:—Pass., Hp.Nat.Puer.30, Pl.Phdr.255a, Plu.2.563d. VII divert from a course of action, πρὸς τὴν κακίαν τινάς ib.809f:—Pass., ψυχὴ -βέβληται πρὸς μάχην Arr.Epict.2.26.3. VIII Med., contract an obligation (?), Leg.Gort.9.26. IX διαβάλλεσθαι ἀστραγάλοις πρός τινα throw against him, Plu.2.148d, 272f.
Greek (Liddell-Scott)
διαβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ˙ πρκμ. -βέβληκα˙-ῥίπτω ἀπέναντι ἢ εἰς τὸ πέραν, διαβιβάζω ἀπέναντι, νέας Ἡρόδ. 5. 33, 34˙ ἐντεῦθεν. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., ὡς τὸ Λατ. trajicere, ὑπερβαίνω, διαβαίνω, διέρχομαι, ἐκ…, ἐς… Ἡρόδ. 9. 114˙ πρὸς… Εὐρ. Ἱκέτ. 931˙ ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. τοπικοῦ διαστήματος δ. πόρον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66˙ γεφύρας Εὐρ. Ρήσ. 117˙ τὸν Ἰόνιον Θουκ. 6. 30˙ τὸ πέλαγος εἰς τόπον Δημήτρ. Σικελ. 1. 3) περῶ διὰ μέσου, τῆς θύρας δάκτυλον Διογ. Λ. 1. 118˙ τύλος διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ Ἀρρ. Ἀν. 2. 2. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ 643, ἅττα διαβάλοι τις αὐτῇ, ταῦτ’ ἂν ἥδιστ’ ἤσθιεν, εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ παραβάλοι, οἱαδήποτε κομμάτια ἤθελε ῥίψει εἰς αὐτὴν …, μετὰ παιδιᾶς λεγόμενον ἐπὶ τῆς σημασ. IV. ΙΙΙ. ἐγείρω διαφορὰν μεταξύ τινων, κάμνω τινὰς νὰ ἐρίσωσιν˙ ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Πλάτ. Συμπ. 222C, D, πρβλ. Πολ. 498C˙ οὕτω, δ. [τινὰς] ἀλλήλοις Ἀριστ. Πολ. 5.1, 8.- Παθ. διαφέρομαι πρός τινα, διαφωνῶ, τινὶ Πλάτ. Φαίδωνι 67Ε.
French (Bailly abrégé)
f. διαβαλῶ, etc.
I. (διά à travers) jeter à travers : νέας HDT litt. faire passer des navires à travers une mer, faire franchir une mer à des navires ; intr. se jeter à travers, traverser, franchir : τὸν Ἰόνιον THC la mer Ionienne ; δ. ἐς τὴν Νάξον HDT, πρὸς τὴν ἤπειρον THC passer la mer pour aller à Naxos, pour gagner le continent (voisin);
II. (διά de côté et d’autre) jeter de côté et d’autre, d’où
1 séparer, désunir : διαβεβλῆσθαί τινι PLAT être brouillé avec qch, càd faire fi de qch;
2 déconseiller, dissuader, détourner de : τινα πρός τι PLUT détourner qqn de qch (litt. à l’égard de qch);
3 p. ext. attaquer, accuser, calomnier : τινα πρός τινα, τινα ἔς τινα, τινά τινι accuser une personne auprès d’une autre ; abs. dire du mal de, décrier;
4 tromper, acc.;
Moy. διαβάλλομαι (f. διαβαλοῦμαι);
1 διαβάλλεσθαι πρός τινα ἀστραγάλοις PLUT ou τοῖς κύβοις PLUT jouer avec qqn aux osselets ou aux dés;
2 tromper, acc..
Étymologie: διά, βάλλω.