ἕκηλος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕκηλος''': Δωρ. ἕκᾱλος, ον, (ἴδε περὶ τὸ [[τέλος]]), [[ἥσυχος]]. Λατ. securus, παρ’ Ὁμ. [[κυρίως]] ἐπὶ εὐωχουμένων, οἱ δὲ ἕκηλοι τέρπονται, ἥσυχοι, ἐν ἀναπαύσει, ἐν ἀνέσει, Ἰλ. Ε. 759· [[ἕκηλος]] πῖνε Ὀδ. Φ. 309· ἕκηλοι νεκροὺς ἄμ [[πεδίον]] συλήσετε Ἰλ. Ζ. 70· ἀλλὰ [[ἕκηλος]] ἐρρέτω, «ἀλλ’ [[ἥσυχος]] καὶ χωρὶς ἐμοῦ φθειρέσθω» (Θ. Γαζῆς), Ι. 376: ― [[ἁπλῶς]] ἐπὶ ἀπραξίας, [[ἥσυχος]], μόνον δὶς παρ’ Ὁμ., [[ἔσθι]]’ [[ἕκηλος]] Ὀδ. Ρ. 478· ἕκηλοι κάτθετε Φ. 259, πρβλ. Θεόκρ. 25. 100· [[οὕτως]], [[ἕκαλος]] [[ἔπειμι]] [[γῆρας]] Πινδ. Ἰ.-7 (6), 57· ἕκ. [[ἴσθι]] Αἰσχύλ. Θήβ. 238· ἕκ. εὕδειν Σοφ. Φ. 769· ἐᾶν ἕκηλόν τινα [[αὐτόθι]] 825· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἕκηλα ἡμερεύειν ὁ αὐτ. Ἠλ. 786: ― μεταφ., ἐπὶ ἀγροῦ μένοντος ἀργοῦ [[ἤτοι]] χέρσου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 451. (Ἐκ τῆς √ϜΕΚ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ [[ἑκών]], [[ἀέκων]] ὅ ἐστι ἀϝέκων, [[ἕκητι]], [[εὔκηλος]], ὅ ἐστιν ἐϝέκηλος: πρβλ. Σανσκρ. vaç, vaçmi ([[βούλομαι]]), a-vaças ([[ἀέκων]])· Λατ. in-vitus, δηλ. in-vic-itus).
|lstext='''ἕκηλος''': Δωρ. ἕκᾱλος, ον, (ἴδε περὶ τὸ [[τέλος]]), [[ἥσυχος]]. Λατ. securus, παρ’ Ὁμ. [[κυρίως]] ἐπὶ εὐωχουμένων, οἱ δὲ ἕκηλοι τέρπονται, ἥσυχοι, ἐν ἀναπαύσει, ἐν ἀνέσει, Ἰλ. Ε. 759· [[ἕκηλος]] πῖνε Ὀδ. Φ. 309· ἕκηλοι νεκροὺς ἄμ [[πεδίον]] συλήσετε Ἰλ. Ζ. 70· ἀλλὰ [[ἕκηλος]] ἐρρέτω, «ἀλλ’ [[ἥσυχος]] καὶ χωρὶς ἐμοῦ φθειρέσθω» (Θ. Γαζῆς), Ι. 376: ― [[ἁπλῶς]] ἐπὶ ἀπραξίας, [[ἥσυχος]], μόνον δὶς παρ’ Ὁμ., [[ἔσθι]]’ [[ἕκηλος]] Ὀδ. Ρ. 478· ἕκηλοι κάτθετε Φ. 259, πρβλ. Θεόκρ. 25. 100· [[οὕτως]], [[ἕκαλος]] [[ἔπειμι]] [[γῆρας]] Πινδ. Ἰ.-7 (6), 57· ἕκ. [[ἴσθι]] Αἰσχύλ. Θήβ. 238· ἕκ. εὕδειν Σοφ. Φ. 769· ἐᾶν ἕκηλόν τινα [[αὐτόθι]] 825· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἕκηλα ἡμερεύειν ὁ αὐτ. Ἠλ. 786: ― μεταφ., ἐπὶ ἀγροῦ μένοντος ἀργοῦ [[ἤτοι]] χέρσου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 451. (Ἐκ τῆς √ϜΕΚ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ [[ἑκών]], [[ἀέκων]] ὅ ἐστι ἀϝέκων, [[ἕκητι]], [[εὔκηλος]], ὅ ἐστιν ἐϝέκηλος: πρβλ. Σανσκρ. vaç, vaçmi ([[βούλομαι]]), a-vaças ([[ἀέκων]])· Λατ. in-vitus, δηλ. in-vic-itus).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tranquille, paisible, sans crainte ; <i>adv.</i> • ἕκηλα, tranquillement;<br /><b>2</b> inactif, oisif.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝέκηλος ; cf. [[ἑκών]], [[ἕκητι]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕκηλος Medium diacritics: ἕκηλος Low diacritics: έκηλος Capitals: ΕΚΗΛΟΣ
Transliteration A: hékēlos Transliteration B: hekēlos Transliteration C: ekilos Beta Code: e(/khlos

English (LSJ)

Dor. ἕκᾱλος, ον,

   A at rest, at one's ease, in Hom. esp. of persons feasting and enjoying themselves, οἱ δὲ ἕκηλοι τέρπονται Il. 5.759 ; ἕκηλος πῖνε Od.21.309 ; ἕκηλοι νεκροὺς ἂμ πεδίον συλήσετε ye will plunder them at your ease, i.e. without let or hindrance, Il.6.70 ; ἕκηλος ἐρρέτω let him be off in peace, 9.376 ; of mere inaction, quiet, only twice in Hom., ἔσθἰ ἕκηλος Od.17.478 ; ἕκηλοι κάτθετε 21.259, cf. Theoc.25.100 ; ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Pi.I.7(6).41 ; ἕ. εὕδειν S.Ph. 769 ; ἐᾶν ἕκηλόν τινα ib.826 : neut. as Adv., ἕκηλα ἡμερεύειν Id.El. 786 : metaph. of a field, lying at rest or fallow, h.Cer.451 ; of trees, unmoved, A.R.3.969.

German (Pape)

[Seite 759] ον (vgl. ἑκών, ἕκητι, nicht von κηλέω, vgl. Buttm. Lezil. I p. 140 ff.), ruhig, ungestört, sorglos, behaglich; οὔ τιν' ἔχει πόνον, ἀλλὰ ἕκηλος ἧσται Od. 13, 423; ἕκηλοι τέρπονται Il. 5, 759; ἕκηλοι συλήσετε, ihr werdet ungestört plündern, Il. 6, 70; ἕκηλος ἐῤῥέτω, ungehindert packe er sich, 9, 376; τερπνὸν ἐφάμερον διώκων ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Pind. I. 6, 41; ἕκηλος ἴσθι μ ηδ' ἄγαν ὑπερφοβοῦ Aesch. Spt. 220; ἕκηλον εὕδειν Soph. Phil. 758 O. C. 1042 u. öfter; ἐάσωμεν ἕκηλον αὐτόν Phil. 815; Sp., wie Ap. Rh. 3, 969, von ruhigen, nicht vom Sturm bewegten Bäumen. – Gänzliche Unthätigkeit bezeichnet es Theocr. 25, 100, wie von einem brachliegenden Acker, H. h. Cer. 451; = stillschweigend, Od. 17, 478.

Greek (Liddell-Scott)

ἕκηλος: Δωρ. ἕκᾱλος, ον, (ἴδε περὶ τὸ τέλος), ἥσυχος. Λατ. securus, παρ’ Ὁμ. κυρίως ἐπὶ εὐωχουμένων, οἱ δὲ ἕκηλοι τέρπονται, ἥσυχοι, ἐν ἀναπαύσει, ἐν ἀνέσει, Ἰλ. Ε. 759· ἕκηλος πῖνε Ὀδ. Φ. 309· ἕκηλοι νεκροὺς ἄμ πεδίον συλήσετε Ἰλ. Ζ. 70· ἀλλὰ ἕκηλος ἐρρέτω, «ἀλλ’ ἥσυχος καὶ χωρὶς ἐμοῦ φθειρέσθω» (Θ. Γαζῆς), Ι. 376: ― ἁπλῶς ἐπὶ ἀπραξίας, ἥσυχος, μόνον δὶς παρ’ Ὁμ., ἔσθιἕκηλος Ὀδ. Ρ. 478· ἕκηλοι κάτθετε Φ. 259, πρβλ. Θεόκρ. 25. 100· οὕτως, ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Πινδ. Ἰ.-7 (6), 57· ἕκ. ἴσθι Αἰσχύλ. Θήβ. 238· ἕκ. εὕδειν Σοφ. Φ. 769· ἐᾶν ἕκηλόν τινα αὐτόθι 825· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἕκηλα ἡμερεύειν ὁ αὐτ. Ἠλ. 786: ― μεταφ., ἐπὶ ἀγροῦ μένοντος ἀργοῦ ἤτοι χέρσου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 451. (Ἐκ τῆς √ϜΕΚ παράγονται ὡσαύτως τὰ ἑκών, ἀέκων ὅ ἐστι ἀϝέκων, ἕκητι, εὔκηλος, ὅ ἐστιν ἐϝέκηλος: πρβλ. Σανσκρ. vaç, vaçmi (βούλομαι), a-vaças (ἀέκων)· Λατ. in-vitus, δηλ. in-vic-itus).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tranquille, paisible, sans crainte ; adv. • ἕκηλα, tranquillement;
2 inactif, oisif.
Étymologie: p. *Ϝέκηλος ; cf. ἑκών, ἕκητι.