προσεμβάλλω: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσεμβάλλω''': [[ἐμβάλλω]], [[ῥίπτω]], ἢ θέτω ἐντὸς [[προσέτι]], Πλάτ. Κρατ. 439C· φρουρὰν εἰς τὸ [[Μουσεῖον]] Πλουτ. Δημήτρ. 34· ἀγκύρας εἰς τὸ [[στόμα]] τοῦ λιμένος Δίων Κ. 43. 31, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσέρχομαι]] [[προσέτι]], Πλούτ. 2. 751F. | |lstext='''προσεμβάλλω''': [[ἐμβάλλω]], [[ῥίπτω]], ἢ θέτω ἐντὸς [[προσέτι]], Πλάτ. Κρατ. 439C· φρουρὰν εἰς τὸ [[Μουσεῖον]] Πλουτ. Δημήτρ. 34· ἀγκύρας εἰς τὸ [[στόμα]] τοῦ λιμένος Δίων Κ. 43. 31, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσέρχομαι]] [[προσέτι]], Πλούτ. 2. 751F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> jeter en outre vers <i>ou</i> sur, <i>avec</i> [[εἰς]] et l’acc.;<br /><b>2</b> <i>intr. (s.e.</i> ἑαυτόν) se jeter en outre sur.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐμβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
A throw or put into besides, Pl.Cra.439c; πίτυρον D.S. 3.14; φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Plu.Demetr.34; ἀγκύρας εἰς τὸ στόμα τοῦ λιμένος D.C.43.31 codd., cf. PCair.Zen.244.1 (Pass.), 423 (Act. and Med., iii B.C.), Dsc.1.56, etc. II intr., go into besides, Plu.2.751f(dub.l.).
German (Pape)
[Seite 759] (s. βάλλω), noch dazu hineinwerfen, hineinthun; Plat. Crat. 439 c; φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον, Plut. Demetr. 34; auch intr. (sc. ἑαυτόν), noch dazu hineindringen, amator. 5.
Greek (Liddell-Scott)
προσεμβάλλω: ἐμβάλλω, ῥίπτω, ἢ θέτω ἐντὸς προσέτι, Πλάτ. Κρατ. 439C· φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Πλουτ. Δημήτρ. 34· ἀγκύρας εἰς τὸ στόμα τοῦ λιμένος Δίων Κ. 43. 31, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσέρχομαι προσέτι, Πλούτ. 2. 751F.
French (Bailly abrégé)
1 tr. jeter en outre vers ou sur, avec εἰς et l’acc.;
2 intr. (s.e. ἑαυτόν) se jeter en outre sur.
Étymologie: πρός, ἐμβάλλω.