ἐξαιτέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαιτέω''': μέλλ. -ήσω, αἰτῶ [[παρά]] τινος, [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., τήνδε μ’ ἐξαιτεῖ [[χάριν]] Σοφ. Ο. Κ. 586, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1656, Ἱκ. 120· μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ὅς μ’ ἐν τρισὶν μορφαῖσιν ἐξῄτει πατρός, μ’ ἐζήτει ἐκ τοῦ πατρός μου, δηλ. εἰς γάμον, Σοφ. Τρ. 10· ἐξ. τινα, ἀπαιτεῖν τὴν παράδοσίν τινος, ἰδίως κακούργου, Ἡρόδ. 1. 74, πρβλ. Δημ. 239 ἐν τέλει· ἐπὶ δούλου πρὸς βασανισμόν, Ἀντιφῶν 144. 28, Λυσ. 111. 24· τὸν ἐλεύθερον ἐξ. Δημ. 848. 24· ([[ὡσαύτως]], ἐξ. τὴν βάσανον [[αὐτόθι]] 21)· ἐξ. τινα βασανίζειν ὁ αὐτ. 981. 17· σμικρὸν ἐξαιτοῦντα, αἰτοῦντα μικρόν τι, Σοφ. Ο. Κ. 5· ἐξ. τινα ποιεῖν τι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1255, Εὐρ. Ρῆσ. 175. ΙΙ. Μέσ., ἐξαιτοῦμαι, αἰτῶ δι’ ἐμαυτόν, παραπλήσιον τῷ ἐνεργ., Ἡρόδ. 1. 159., 9. 87. Σοφ. Ἠλ. 656, κτλ.· [[χάριν]] [[παρά]] τινος Λυσ. 160. 40. 2) ἐν τῷ μέσῳ [[ὡσαύτως]] = παραιτοῦμαι, σῴζω διὰ παρακλήσεων, [[ἀπαλλάσσω]] τινά τινος, Λατ. exorare, [[ἤτοι]] τις ἐξέκλεψεν ἢ ’ξῃτήσατο Αἰσχύλ. Ἀγ. 662 ([[ἔνθα]] ὁ Schütz ’ξηγήσατο, ὁ δὲ Ἕρμαννος ’ξῃρήσατο)· ἡ δὲ [[μήτηρ]] ἐξαιτησαμένη αὐτὸν ἀποπέμπει [[πάλιν]] ἐπὶ τὴν ἀρχὴν Ξεν. Ἀν. 1. 1, 3, Λυσ. 159. 11, κτλ.· αὑτὸν ἐξαιτήσεται Δημ. 546. 21· [[ὡσαύτως]], ἐξ. ὑπέρ τινος, μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, Εὐρ. Βάκχ. 360· μετ’ ἀπαρ., τοὺς [[κάτω]] σθένοντας ἐξῃτησάμην τύμβου κυρῆσαι, «τοὺς γὰρ ἐν τῷ ᾅδῃ δυναμένους, Πλούτωνα καὶ Περσεφόνην, ἱκέτευσα ἐπιτυχεῖν ἐνταφιασμοῦ» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. Ἑκ. 49, πρβλ. Μήδ. 971: μετ’ αἰτ. πράγμ., παραιτοῦμαι συγγνώμην ἔχειν, Λατ. deprecari, τὰ [[πρόσθεν]] σφάλματα ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 54· [[ἀποτρέπω]] τι διὰ παρακλήσεων, τὰς γραφὰς παρανόμων Αἰσχίν. 82. 8. - Πρβλ. [[ἐκλιπαρέω]].
|lstext='''ἐξαιτέω''': μέλλ. -ήσω, αἰτῶ [[παρά]] τινος, [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., τήνδε μ’ ἐξαιτεῖ [[χάριν]] Σοφ. Ο. Κ. 586, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1656, Ἱκ. 120· μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ὅς μ’ ἐν τρισὶν μορφαῖσιν ἐξῄτει πατρός, μ’ ἐζήτει ἐκ τοῦ πατρός μου, δηλ. εἰς γάμον, Σοφ. Τρ. 10· ἐξ. τινα, ἀπαιτεῖν τὴν παράδοσίν τινος, ἰδίως κακούργου, Ἡρόδ. 1. 74, πρβλ. Δημ. 239 ἐν τέλει· ἐπὶ δούλου πρὸς βασανισμόν, Ἀντιφῶν 144. 28, Λυσ. 111. 24· τὸν ἐλεύθερον ἐξ. Δημ. 848. 24· ([[ὡσαύτως]], ἐξ. τὴν βάσανον [[αὐτόθι]] 21)· ἐξ. τινα βασανίζειν ὁ αὐτ. 981. 17· σμικρὸν ἐξαιτοῦντα, αἰτοῦντα μικρόν τι, Σοφ. Ο. Κ. 5· ἐξ. τινα ποιεῖν τι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1255, Εὐρ. Ρῆσ. 175. ΙΙ. Μέσ., ἐξαιτοῦμαι, αἰτῶ δι’ ἐμαυτόν, παραπλήσιον τῷ ἐνεργ., Ἡρόδ. 1. 159., 9. 87. Σοφ. Ἠλ. 656, κτλ.· [[χάριν]] [[παρά]] τινος Λυσ. 160. 40. 2) ἐν τῷ μέσῳ [[ὡσαύτως]] = παραιτοῦμαι, σῴζω διὰ παρακλήσεων, [[ἀπαλλάσσω]] τινά τινος, Λατ. exorare, [[ἤτοι]] τις ἐξέκλεψεν ἢ ’ξῃτήσατο Αἰσχύλ. Ἀγ. 662 ([[ἔνθα]] ὁ Schütz ’ξηγήσατο, ὁ δὲ Ἕρμαννος ’ξῃρήσατο)· ἡ δὲ [[μήτηρ]] ἐξαιτησαμένη αὐτὸν ἀποπέμπει [[πάλιν]] ἐπὶ τὴν ἀρχὴν Ξεν. Ἀν. 1. 1, 3, Λυσ. 159. 11, κτλ.· αὑτὸν ἐξαιτήσεται Δημ. 546. 21· [[ὡσαύτως]], ἐξ. ὑπέρ τινος, μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, Εὐρ. Βάκχ. 360· μετ’ ἀπαρ., τοὺς [[κάτω]] σθένοντας ἐξῃτησάμην τύμβου κυρῆσαι, «τοὺς γὰρ ἐν τῷ ᾅδῃ δυναμένους, Πλούτωνα καὶ Περσεφόνην, ἱκέτευσα ἐπιτυχεῖν ἐνταφιασμοῦ» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. Ἑκ. 49, πρβλ. Μήδ. 971: μετ’ αἰτ. πράγμ., παραιτοῦμαι συγγνώμην ἔχειν, Λατ. deprecari, τὰ [[πρόσθεν]] σφάλματα ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 54· [[ἀποτρέπω]] τι διὰ παρακλήσεων, τὰς γραφὰς παρανόμων Αἰσχίν. 82. 8. - Πρβλ. [[ἐκλιπαρέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />demander, réclamer : τινά [[τι]], [[τι]] [[παρά]] τινος qch à qqn ; τινα πατρός SOPH demander une fille en mariage à son père ; <i>d’ord.</i> réclamer un coupable <i>ou</i> un esclave pour le mettre à la torture;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξαιτέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> réclamer pour soi, revendiquer : [[τί]] τινα une faveur de qqn;<br /><b>2</b> chercher à obtenir par des prières (une grâce, un pardon) acc. ; τοὺς [[κάτω]] τύμβου κυρῆσαι EUR solliciter la faveur que les morts obtiennent un tombeau;<br /><b>3</b> détourner par des prières : γραφάς ESCHN des poursuites.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αἰτέω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαιτέω Medium diacritics: ἐξαιτέω Low diacritics: εξαιτέω Capitals: ΕΞΑΙΤΕΩ
Transliteration A: exaitéō Transliteration B: exaiteō Transliteration C: eksaiteo Beta Code: e)caite/w

English (LSJ)

   A demand or ask for from another, c. dupl. acc., τήνδε μ' ἐξαιτεῖ χάριν S.OC586, cf. E.Or.1657, Supp.120; ἐ. τινὰ πατρός ask her in marriage from... S.Tr.10; ἐ. τινά demand the surrender of a person, esp. a criminal, Hdt.1.74, cf. D.18.41 (Pass.), IG22.457b17 (iv B. C.); demand a slave for torture, Antipho6.27, Lys.7.36; τὸν ἐλεύθερον ἐ. D.29.14 (also ἐ. τὴν βάσανον ib.13); ἐ. [τινὰ] βασανίζειν Id.37.51; σμικρὸν ἐ. ask or beg for little, S.OC5; ἐ. τινὰ ποιεῖν τι Id.OT1255, E.Rh.175.    II Med., ask for oneself, demand, Act., Hdt. 1.159,9.87, S.El.656, etc.; χάριν παρά τινος I.ys.20.31; τινά Ev.Luc. 22.31; πέμψον τὸν δαίμονα ὃν ἐξῃτησάμην for whose aid I prayed, PMag.Par.1.434, cf. 1290.    2 in Med. also, = παραιτοῦμαι, beg off, gain his pardon or release, A.Ag.662, X.An.1.1.3, Lys.20.15 (Pass.), Plu.Per.32, etc.; αὑτὸν ἐξαιτήσεται D.21.99; also ἐ. ὑπέρ τινος make intercession for .., E.Ba.360: c. inf., τοὺς κάτω . . ἐξῃτησάμην τύμβου κυρῆσαι I begged of them to allow me to obtain, Id.Hec. 49, cf. Med.971.    3 c. acc. rei, avert by begging, τὰ πρόσθεν σφάλματα Id.Andr.54; τὰς γραφὰς παρανόμων Aeschin.3.196.

German (Pape)

[Seite 865] 1) heraus-, zurück-, abfordern; ὅς μ' ἐξῄτει πατρός, der mich vom Vater zur Frau verlangte, Soph. Tr. 10; vom Bettler, O. C. 5; mit acc. c. inf., ἡμᾶς ἔγχος πορεῖν Soph. O. R. 1235; vgl. Eur. Rhes. 175; die Auslieferung verlangen, τοὺς θανόντας ἦλθον ἐξαιτῶν πόλιν Suppl. 120; ἐξῄτει τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐν τῇ ἠπείρῳ Plat. Menex. 245 b; οὐκ ἐδίδου τοὺς Σκύθας ἐξαιτέοντι, deren Auslieferung er verlangte, Her. 1, 74; Xen. An. 6, 4, 11; von Sklaven, die man zur Folter reklamirt, τὰς θεραπαίνας τινά Dem. 46, 21, wie ἐξῄτησεν ἄν με τὸν παῖδα 29, 17; vgl. Antiph. 6, 27. – 2) Med., für sich fordern, verlangen; Soph. El. 646; τήνδε μ' ἐξαιτεῖ χάριν O. C. 592, du verlangst von mir die Gunst; ἤ τοί τις ἐξέκλεψεν ἢ 'ξῃτήσατο θεός τις, ein Gott hat durch Bitten uns erhalten, gerettet, Aesch. Ag. 648; τοὺς κάτω σθένοντας ἐξῃτησάμην τύμβου κυρῆσαι, ich habe es von ihnen durch Bitten erlangt, Eur. Hec. 49, vgl. Med. 971; πρόσχημά τινα Her. 9, 87; die Auslieferung verlangen, Lys. 2, 12; ἐκ τῶν πόλεων ἐξῃτοῦντο ὑμᾶς 12, 96; die Begnadigung erbitten, Xen. An. 1, 1, 3; αὑτὸν ἐξαιτήσεται Dem. 21, 99; οἳ ἐξαιτοῦνται τὰς γραφὰς τῶν παρανόμων Aesch. 3, 196, durch Bitten abwenden; Plut. Pericl. 32 ἐξῃτήσατο τὴν Ἀσπασίαν δεηθεὶς τῶν δικαστῶν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαιτέω: μέλλ. -ήσω, αἰτῶ παρά τινος, μετὰ διπλῆς αἰτ., τήνδε μ’ ἐξαιτεῖ χάριν Σοφ. Ο. Κ. 586, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1656, Ἱκ. 120· μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ὅς μ’ ἐν τρισὶν μορφαῖσιν ἐξῄτει πατρός, μ’ ἐζήτει ἐκ τοῦ πατρός μου, δηλ. εἰς γάμον, Σοφ. Τρ. 10· ἐξ. τινα, ἀπαιτεῖν τὴν παράδοσίν τινος, ἰδίως κακούργου, Ἡρόδ. 1. 74, πρβλ. Δημ. 239 ἐν τέλει· ἐπὶ δούλου πρὸς βασανισμόν, Ἀντιφῶν 144. 28, Λυσ. 111. 24· τὸν ἐλεύθερον ἐξ. Δημ. 848. 24· (ὡσαύτως, ἐξ. τὴν βάσανον αὐτόθι 21)· ἐξ. τινα βασανίζειν ὁ αὐτ. 981. 17· σμικρὸν ἐξαιτοῦντα, αἰτοῦντα μικρόν τι, Σοφ. Ο. Κ. 5· ἐξ. τινα ποιεῖν τι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1255, Εὐρ. Ρῆσ. 175. ΙΙ. Μέσ., ἐξαιτοῦμαι, αἰτῶ δι’ ἐμαυτόν, παραπλήσιον τῷ ἐνεργ., Ἡρόδ. 1. 159., 9. 87. Σοφ. Ἠλ. 656, κτλ.· χάριν παρά τινος Λυσ. 160. 40. 2) ἐν τῷ μέσῳ ὡσαύτως = παραιτοῦμαι, σῴζω διὰ παρακλήσεων, ἀπαλλάσσω τινά τινος, Λατ. exorare, ἤτοι τις ἐξέκλεψεν ἢ ’ξῃτήσατο Αἰσχύλ. Ἀγ. 662 (ἔνθα ὁ Schütz ’ξηγήσατο, ὁ δὲ Ἕρμαννος ’ξῃρήσατο)· ἡ δὲ μήτηρ ἐξαιτησαμένη αὐτὸν ἀποπέμπει πάλιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν Ξεν. Ἀν. 1. 1, 3, Λυσ. 159. 11, κτλ.· αὑτὸν ἐξαιτήσεται Δημ. 546. 21· ὡσαύτως, ἐξ. ὑπέρ τινος, μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, Εὐρ. Βάκχ. 360· μετ’ ἀπαρ., τοὺς κάτω σθένοντας ἐξῃτησάμην τύμβου κυρῆσαι, «τοὺς γὰρ ἐν τῷ ᾅδῃ δυναμένους, Πλούτωνα καὶ Περσεφόνην, ἱκέτευσα ἐπιτυχεῖν ἐνταφιασμοῦ» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. Ἑκ. 49, πρβλ. Μήδ. 971: μετ’ αἰτ. πράγμ., παραιτοῦμαι συγγνώμην ἔχειν, Λατ. deprecari, τὰ πρόσθεν σφάλματα ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 54· ἀποτρέπω τι διὰ παρακλήσεων, τὰς γραφὰς παρανόμων Αἰσχίν. 82. 8. - Πρβλ. ἐκλιπαρέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
demander, réclamer : τινά τι, τι παρά τινος qch à qqn ; τινα πατρός SOPH demander une fille en mariage à son père ; d’ord. réclamer un coupable ou un esclave pour le mettre à la torture;
Moy. ἐξαιτέομαι-οῦμαι;
1 réclamer pour soi, revendiquer : τί τινα une faveur de qqn;
2 chercher à obtenir par des prières (une grâce, un pardon) acc. ; τοὺς κάτω τύμβου κυρῆσαι EUR solliciter la faveur que les morts obtiennent un tombeau;
3 détourner par des prières : γραφάς ESCHN des poursuites.
Étymologie: ἐξ, αἰτέω.