ἐνωμοτάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνωμοτάρχης''': -ου, ὁ ἀρχηγὸς ἐνωμοτίας (ἴδε τὴν λέξιν), Θουκ. 5. 66, Ξεν. Λακ. 11, 4· [[ὡσαύτως]] ἐνωμόταρχος, ὁ αὐτ. Ἀν. 3. 4, 21 ([[μετὰ]] δι. γραφ.). | |lstext='''ἐνωμοτάρχης''': -ου, ὁ ἀρχηγὸς ἐνωμοτίας (ἴδε τὴν λέξιν), Θουκ. 5. 66, Ξεν. Λακ. 11, 4· [[ὡσαύτως]] ἐνωμόταρχος, ὁ αὐτ. Ἀν. 3. 4, 21 ([[μετὰ]] δι. γραφ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />chef d’une troupe de 32 <i>ou</i> 36 hommes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνώμοτος]], [[ἄρχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A leader of an ἐνωμοτία (q. v.), Th.5.66 codd., X.Lac.11.4, Ascl.Tact.2.2:—also ἐνωμότ-αρχος, X.An.3.4.21 (v.l.), Arr. Tact.6.2.
German (Pape)
[Seite 860] ὁ, = Folgdm; Thuc. 5, 66 Xen. An. 3, 4, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνωμοτάρχης: -ου, ὁ ἀρχηγὸς ἐνωμοτίας (ἴδε τὴν λέξιν), Θουκ. 5. 66, Ξεν. Λακ. 11, 4· ὡσαύτως ἐνωμόταρχος, ὁ αὐτ. Ἀν. 3. 4, 21 (μετὰ δι. γραφ.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d’une troupe de 32 ou 36 hommes.
Étymologie: ἐνώμοτος, ἄρχω.