ἐπιάχω: Difference between revisions
οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιάχω''': ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, κατόπιν ἀγορεύσεώς τινος, ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπίαχον Ἰλ. Η. 403, Ι. 50. 2) βοῶ, [[κραυγάζω]], ὅσσον τ’ [[ἐννεάχιλοι]] ἐπίαχον Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148, πρβλ. [[ἐπευφημέω]] ῑ ἐν τῷ παρατ. [[ἕνεκα]] τῆς αὐξήσ.. | |lstext='''ἐπιάχω''': ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, κατόπιν ἀγορεύσεώς τινος, ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπίαχον Ἰλ. Η. 403, Ι. 50. 2) βοῶ, [[κραυγάζω]], ὅσσον τ’ [[ἐννεάχιλοι]] ἐπίαχον Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148, πρβλ. [[ἐπευφημέω]] ῑ ἐν τῷ παρατ. [[ἕνεκα]] τῆς αὐξήσ.. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἐπίαχον;<br /><b>1</b> pousser des acclamations après (un discours);<br /><b>2</b> pousser de grands cris (au sujet de qch).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἰάχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ],
A shout out, shout applause after a speech, ὣς ἔφαθ'· οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον Il.7.403. 2. shout, ὅσσον τ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 5.860.
German (Pape)
[Seite 927] zurufen, zujauchzen, als Beifallsbezeugung, ἐπίαχον, μῦθον ἀγασσάμενοι Il. 9, 50, vgl. ἐπὶ δ' ἴαχε λαός 13, 822; übh. laut schreien, ὅσσον δ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 14, 148; 5, 860; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιάχω: ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, κατόπιν ἀγορεύσεώς τινος, ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπίαχον Ἰλ. Η. 403, Ι. 50. 2) βοῶ, κραυγάζω, ὅσσον τ’ ἐννεάχιλοι ἐπίαχον Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148, πρβλ. ἐπευφημέω ῑ ἐν τῷ παρατ. ἕνεκα τῆς αὐξήσ..
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπίαχον;
1 pousser des acclamations après (un discours);
2 pousser de grands cris (au sujet de qch).
Étymologie: ἐπί, ἰάχω.