ἑσμός: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑσμός''': (οὐχὶ ἐσμός, [[διότι]] ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἙΔ, [[ἕζομαι]], ἴδε Αἰσχύλ. Ἱκ. 684, πρβλ. ἀφεσμὸς), ὁ, πᾶν τὸ ἀφθόνως ἐξορμῶν, ἀνάβλυσις, Λατ. scaturigo· ἰδίως [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἡρόδ. 5. 114, Πλάτ. Νόμ. 708Β, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 28· σφηκῶν, καθ’ ἑσμούς, κατὰ σμήνη. Ἀριστοφ. Σφ. 1107. 2) [[πλῆθος]] ἢ [[ἀγέλη]], ἑσμὸς [[ὑβριστής]], ἐπὶ ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 31· ἑσμὸς ὡς πελειάδων ἕζεσθε [[αὐτόθι]] 223· γυναικῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 353, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἑσμοί γάλακτος, ῥύακες γάλακτος, Εὐρ. Βάκχ. 710. [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Elmsl.· [[προσέτι]], ἑσμὸς μελίσσης [[γλυκύς]], ὅ ἐστι [[μέλι]], Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπτολέμῳ» 1, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 481, Ἑρμάννου Πονημάτ. 2. 252· [[ὡσαύτως]], ἑσμ. νούσων Αἰσχύλ. Ἱκ. 684· λόγων Πλάτ. Πολ. 450Β. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
|lstext='''ἑσμός''': (οὐχὶ ἐσμός, [[διότι]] ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἙΔ, [[ἕζομαι]], ἴδε Αἰσχύλ. Ἱκ. 684, πρβλ. ἀφεσμὸς), ὁ, πᾶν τὸ ἀφθόνως ἐξορμῶν, ἀνάβλυσις, Λατ. scaturigo· ἰδίως [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἡρόδ. 5. 114, Πλάτ. Νόμ. 708Β, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 28· σφηκῶν, καθ’ ἑσμούς, κατὰ σμήνη. Ἀριστοφ. Σφ. 1107. 2) [[πλῆθος]] ἢ [[ἀγέλη]], ἑσμὸς [[ὑβριστής]], ἐπὶ ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 31· ἑσμὸς ὡς πελειάδων ἕζεσθε [[αὐτόθι]] 223· γυναικῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 353, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἑσμοί γάλακτος, ῥύακες γάλακτος, Εὐρ. Βάκχ. 710. [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Elmsl.· [[προσέτι]], ἑσμὸς μελίσσης [[γλυκύς]], ὅ ἐστι [[μέλι]], Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπτολέμῳ» 1, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 481, Ἑρμάννου Πονημάτ. 2. 252· [[ὡσαύτως]], ἑσμ. νούσων Αἰσχύλ. Ἱκ. 684· λόγων Πλάτ. Πολ. 450Β. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> essaim d’abeilles;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> essaim, troupe;<br /><b>3</b> siège.<br />'''Étymologie:''' [[ἕζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑσμός Medium diacritics: ἑσμός Low diacritics: εσμός Capitals: ΕΣΜΟΣ
Transliteration A: hesmós Transliteration B: hesmos Transliteration C: esmos Beta Code: e(smo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἕζομαι)

   A that which settles, esp. a swarm of bees, Hdt.5.114, Pl.Lg.708b, X.HG3.2.28 ; ἑ. λαμβάνειν Plu.Dio24 ; of wasps, καθ' ἑσμούς in swarms, Ar.V.1107.    2 any swarm or flock, ἑ. ὑβριστής, of men, A.Supp.30(anap.) ; ἑ. ὡς πελειάδων ἵζεσθε ib.223 ; γυναικῶν Ar.Lys.353, etc. ; [τεχνιτ] ῶν Pae.Delph.14 ; στρατιᾶς Epigr.Gr.985 (Philae).    3 (ἵημι) of things, ἑσμοὶ γάλακτος streams of milk, E.Ba. 710 ; ἑ. μελίσσης γλυκύς, i.e. honey, Epin.1.7 ; ἑ. νούσων A.Supp. 684 (lyr.); λόγων Pl.R.450b ; πληγῶν Ph.2.95 ; παθῶν Porph.Abst. 1.34.    4 = ὁδός, Hsch.; πατρίδος καλῆς τὸν ἐπάξιον ἑ. ἑλέσθαι Arch.Pap.1.220(ii B.C.). (-freq.in codd., but cf. Ar.V.l.c., Eust.178.16.)

German (Pape)

[Seite 1042] ὁ, oder ἐσμός, ein Schwarm (der zusammen herausgelassen wird, ἵημι, παρὰ τὸ ἅμα πετομένας ἵεσθαι E. M., oder sich zusammen niederläßt, ἕζομαι, Eust.); zunächst von den Bienen, Plat. Legg. IV, 708 b VIII, 843; Bekker schreibt ἐσμός; μελιττῶν Xen. Hell. 3, 2, 20; Arist. H. A. 9, 40; von Wespen, Ar. Vesp. 1107; ὡς πελειάδων Aesch. Suppl. 220; öfter übertr., von jeder Menge, ὑβριστὴς Αἰγυπτογενής id. 30; νούσων 667; γυναικῶν Ar. Lys. 353; ὅσον ἐσμὸν λόγων ἐπεγείρετε Plat. Rep. V, 450 b; auch γάλακτος, Eur. Bacch. 709; vom Honig, Epinic. bei Ath. X, 432 c; Sp., wie Luc. ὀνομάτων ἀτόπων Lexiph. 17; θηρίων, von Würmern, Plut. Art. 16; σοφίας Themist. – Der spirit. asper wird von den alten Grammatikern ausdrücklich bemerkt – Bei Plut. Dion. 24 wird von den Bienen gesagt ἑσμὸν λαμβάνειν, als Schwarm sich niederlassen, welches für die Ableitung von ἕζομαι spricht.

Greek (Liddell-Scott)

ἑσμός: (οὐχὶ ἐσμός, διότιῥίζα εἶναι ἙΔ, ἕζομαι, ἴδε Αἰσχύλ. Ἱκ. 684, πρβλ. ἀφεσμὸς), ὁ, πᾶν τὸ ἀφθόνως ἐξορμῶν, ἀνάβλυσις, Λατ. scaturigo· ἰδίως σμῆνος μελισσῶν, Ἡρόδ. 5. 114, Πλάτ. Νόμ. 708Β, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 28· σφηκῶν, καθ’ ἑσμούς, κατὰ σμήνη. Ἀριστοφ. Σφ. 1107. 2) πλῆθοςἀγέλη, ἑσμὸς ὑβριστής, ἐπὶ ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 31· ἑσμὸς ὡς πελειάδων ἕζεσθε αὐτόθι 223· γυναικῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 353, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἑσμοί γάλακτος, ῥύακες γάλακτος, Εὐρ. Βάκχ. 710. ἔνθα ἴδε τὸν Elmsl.· προσέτι, ἑσμὸς μελίσσης γλυκύς, ὅ ἐστι μέλι, Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπτολέμῳ» 1, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 481, Ἑρμάννου Πονημάτ. 2. 252· ὡσαύτως, ἑσμ. νούσων Αἰσχύλ. Ἱκ. 684· λόγων Πλάτ. Πολ. 450Β. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 essaim d’abeilles;
2 p. ext. essaim, troupe;
3 siège.
Étymologie: ἕζομαι.