ἧμα: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἧμα''': τό, ([[ἵημι]]) τὸ ῥιπτόμενον, [[βλῆμα]], [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος, ἱκανώτατος εἰς τὸ ἀκοντίζειν, Ἰλ. Ψ. 891· [[ἐντεῦθεν]] ἥμων, ὃ ἴδε. | |lstext='''ἧμα''': τό, ([[ἵημι]]) τὸ ῥιπτόμενον, [[βλῆμα]], [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος, ἱκανώτατος εἰς τὸ ἀκοντίζειν, Ἰλ. Ψ. 891· [[ἐντεῦθεν]] ἥμων, ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />javelot, trait.<br />'''Étymologie:''' R. Ἑ, lancer, laisser aller ; cf. [[ἵημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ἵημι)
A that which is thrown, dart, javelin, ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος best at darting, Il.23.891: hence ἥμων (q.v.). II ϝῆμα, v. εἷμα.
German (Pape)
[Seite 1164] τό (ἵημι), das Werfen, Schießen, der Wurf; δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος Il. 23, 891; Hesych. erkl. βλήματα, ἀκόντια.
Greek (Liddell-Scott)
ἧμα: τό, (ἵημι) τὸ ῥιπτόμενον, βλῆμα, βέλος, ἀκόντιον, ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος, ἱκανώτατος εἰς τὸ ἀκοντίζειν, Ἰλ. Ψ. 891· ἐντεῦθεν ἥμων, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
javelot, trait.
Étymologie: R. Ἑ, lancer, laisser aller ; cf. ἵημι.