θέρειος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θέρειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, ἴδε κατωτ., ([[θέρος]]): - ἀνήκων εἰς τὸ [[θέρος]], ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, [[αὐχμός]] θ., θερινὴ [[ξηρασία]], Ἐμπεδ. 404 Sturz.· [[δρέπανον]] Ὀρφ. Ὕμν. 39. 11· καρποὶ [[αὐτόθι]] 18· [[θέρειος]] ὥρα Αἰλ. π. Ζ. 2. 25. ΙΙ. [[θερεία]], Ἰων. -είη (ἐνν. ὥρα), ἡ, = [[θέρος]], ὥρα τοῦ θέρους, «καλοκαῖρι», Ἡρόδ. 1. 189, Ἀριστ. Θαυμαστ. 114· τῆς θερείας, ἐν καιρῷ θέρους, Νικ. Ἀποσπ. 10· ὑπὸ τὴν θερείαν Διόδ. 3. 24· καὶ ἐν τῷ πληθ., ταῖς θερείαις Πίνδ. Ι. 2. 61· [[ὡσαύτως]], ἡ [[θέρειος]] Λιβάν. 3. σ. 153. ΙΙΙ. ὑπερθ. θερείτατος, ον, θερμότατος, Ἄρατ. 149, Νικ. Θ. 469. - Παρὰ πεζοῖς κοινότερος [[τύπος]] [[εἶναι]] [[θερινός]]. | |lstext='''θέρειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, ἴδε κατωτ., ([[θέρος]]): - ἀνήκων εἰς τὸ [[θέρος]], ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, [[αὐχμός]] θ., θερινὴ [[ξηρασία]], Ἐμπεδ. 404 Sturz.· [[δρέπανον]] Ὀρφ. Ὕμν. 39. 11· καρποὶ [[αὐτόθι]] 18· [[θέρειος]] ὥρα Αἰλ. π. Ζ. 2. 25. ΙΙ. [[θερεία]], Ἰων. -είη (ἐνν. ὥρα), ἡ, = [[θέρος]], ὥρα τοῦ θέρους, «καλοκαῖρι», Ἡρόδ. 1. 189, Ἀριστ. Θαυμαστ. 114· τῆς θερείας, ἐν καιρῷ θέρους, Νικ. Ἀποσπ. 10· ὑπὸ τὴν θερείαν Διόδ. 3. 24· καὶ ἐν τῷ πληθ., ταῖς θερείαις Πίνδ. Ι. 2. 61· [[ὡσαύτως]], ἡ [[θέρειος]] Λιβάν. 3. σ. 153. ΙΙΙ. ὑπερθ. θερείτατος, ον, θερμότατος, Ἄρατ. 149, Νικ. Θ. 469. - Παρὰ πεζοῖς κοινότερος [[τύπος]] [[εἶναι]] [[θερινός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui concerne l’été, d’été ; <i>subst.</i> ἡ [[θερεία]] ([[ὥρα]]), <i>ion.</i> ἡ θερείη HDT l’été.<br />'''Étymologie:''' [[θέρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Ael. (v. infr.): (θέρος):—
A of summer, in summer, αὐχμὸς θ. summer-drought, Emp.111.7; δρέπανον Orph.H. 40.11; καρποί ib.18; θέρειος ὥρα Ael.NA2.25. II θερεία, Ion. -είη (sc. ὥρα), ἡ,= θέρος, summer-time, summer, Hdt.1.189, Arist. Mir.841a25, Plb.5.1.3, al., PTeb.27.60 (ii B.C.), D.S.19.58 (θερίᾳ) ; θερείης in summer, Nic.Fr.81; μεσούσης θ. D.H.1.63; ὑπὸ τὴν θερείαν D.S.3.24: pl., θερείαις Pi.I.2.41. III Sup. θερείτατος, η, ον, very hot, Arat.149, Nic.Th.460.—In Prose θερινός is the more common form.
German (Pape)
[Seite 1200] auch 2 Endgn, sommerlich, zum Sommer gehörig, ihn betreffend, δρέπανον, καρποί, Orph. H. 39, 11. 18, αὐχμός Empedocl. bei D. L. 8, 59, ὥρα Ael. H. A. 2, 25. S. θερεία u. θερινός. Einen Superlativ θερείτατος bilden Arat. 149 Nic. Ther. 469.
Greek (Liddell-Scott)
θέρειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, ἴδε κατωτ., (θέρος): - ἀνήκων εἰς τὸ θέρος, ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, αὐχμός θ., θερινὴ ξηρασία, Ἐμπεδ. 404 Sturz.· δρέπανον Ὀρφ. Ὕμν. 39. 11· καρποὶ αὐτόθι 18· θέρειος ὥρα Αἰλ. π. Ζ. 2. 25. ΙΙ. θερεία, Ἰων. -είη (ἐνν. ὥρα), ἡ, = θέρος, ὥρα τοῦ θέρους, «καλοκαῖρι», Ἡρόδ. 1. 189, Ἀριστ. Θαυμαστ. 114· τῆς θερείας, ἐν καιρῷ θέρους, Νικ. Ἀποσπ. 10· ὑπὸ τὴν θερείαν Διόδ. 3. 24· καὶ ἐν τῷ πληθ., ταῖς θερείαις Πίνδ. Ι. 2. 61· ὡσαύτως, ἡ θέρειος Λιβάν. 3. σ. 153. ΙΙΙ. ὑπερθ. θερείτατος, ον, θερμότατος, Ἄρατ. 149, Νικ. Θ. 469. - Παρὰ πεζοῖς κοινότερος τύπος εἶναι θερινός.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui concerne l’été, d’été ; subst. ἡ θερεία (ὥρα), ion. ἡ θερείη HDT l’été.
Étymologie: θέρος.