θυμοειδής: Difference between revisions
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῡμοειδής''': -ές, [[εὔθυμος]], [[θαρραλέος]], [[ζωηρός]], Λατ. animosus, ἀντιτίθεται τῷ [[ἄθυμος]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Πλάτ. Πολ. 456 Α˙ τῷ [[ὀργίλος]], [[αὐτόθι]] 411C τῷ [[βλακώδης]], Ξεν. Ἱππ. 9, 1. 2) [[ὁρμητικός]], [[ὀξύθυμος]], ἀντίθετον τῷ [[πραΰς]], Πλάτ. Πολ. 375C ἐπὶ ἵππων, [[δυσπειθής]], [[ἄγριος]], ἀντίθετον τῷ [[εὐπειθής]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 25, Συμπ. 2, 10. 3) ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Πλάτωνος, τὸ θυμοειδὲς ἦτο τὸ [[μέρος]] τῆς ψυχῆς [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[ἕδρα]] τοῦ θάρρους, τῆς ἐλπίδος, τῆς ὀργῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπιθυμητικὸν ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἔδρα τῶν ὀρέξεων καὶ ὁρμῶν), Πολ. 410Β, 141 Α, κἑξ., πρβλ. Διογ. Λ. 3. 67, καὶ ἴδε θυμὸς ΙΙ. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἡρῳδιαν. 4. 3. | |lstext='''θῡμοειδής''': -ές, [[εὔθυμος]], [[θαρραλέος]], [[ζωηρός]], Λατ. animosus, ἀντιτίθεται τῷ [[ἄθυμος]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Πλάτ. Πολ. 456 Α˙ τῷ [[ὀργίλος]], [[αὐτόθι]] 411C τῷ [[βλακώδης]], Ξεν. Ἱππ. 9, 1. 2) [[ὁρμητικός]], [[ὀξύθυμος]], ἀντίθετον τῷ [[πραΰς]], Πλάτ. Πολ. 375C ἐπὶ ἵππων, [[δυσπειθής]], [[ἄγριος]], ἀντίθετον τῷ [[εὐπειθής]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 25, Συμπ. 2, 10. 3) ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Πλάτωνος, τὸ θυμοειδὲς ἦτο τὸ [[μέρος]] τῆς ψυχῆς [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[ἕδρα]] τοῦ θάρρους, τῆς ἐλπίδος, τῆς ὀργῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπιθυμητικὸν ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἔδρα τῶν ὀρέξεων καὶ ὁρμῶν), Πολ. 410Β, 141 Α, κἑξ., πρβλ. Διογ. Λ. 3. 67, καὶ ἴδε θυμὸς ΙΙ. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἡρῳδιαν. 4. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> d’un caractère résolu, courageux;<br /><b>2</b> irascible, querelleur ; <i>en parl. de chevaux</i> rétif, ombrageux.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A high-spirited, τὸ θ. Hp.Aër.12; opp. ἄθυμος, Pl. R.456a; opp. ὀργίλος, ib.411c. 2 passionate, hot-tempered, opp. πραΰς, ib.375c. b of horses, mettled, X.Mem.4.1.3; opp. εὐπειθέστατος, Id.Smp.2.10: Comp., opp. βλακωδέστερος, Id.Eq.9.1. 3 Philos., τὸ θ. spirit, passion, opp. τὸ λογιστικόν, τὸ ἐπιθυμητικόν, Pl. R.440e, al., cf. D.L.3.67. Adv. -δῶς Hdn.4.3.3.
German (Pape)
[Seite 1223] ές, muthig. zornig, Ggstz ἄθυμος, Plat. Rep. V, 456 a; πραεῖα φύσις II, 375 e; unterschieden von ἀκρόχολοι u. ὀργίλοι, III, 411 c; Pferde, καὶ μαχητικοί, V, 467 e; Xen. Hipp. 10, 17. Ggstz von εὐπειθής, Mem. 4, 2, 25 u. öfter; von βλάξ, Hipp. 9, 1; καὶ εὔτολμος Hdn. 8, 1, 6; τὸ θυμοειδές, der Zorn, D. L. 3, 67; Muth, Plut. virt. mor. 6. – Advb., Sp., wie Hdn. 4, 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοειδής: -ές, εὔθυμος, θαρραλέος, ζωηρός, Λατ. animosus, ἀντιτίθεται τῷ ἄθυμος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Πλάτ. Πολ. 456 Α˙ τῷ ὀργίλος, αὐτόθι 411C τῷ βλακώδης, Ξεν. Ἱππ. 9, 1. 2) ὁρμητικός, ὀξύθυμος, ἀντίθετον τῷ πραΰς, Πλάτ. Πολ. 375C ἐπὶ ἵππων, δυσπειθής, ἄγριος, ἀντίθετον τῷ εὐπειθής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 25, Συμπ. 2, 10. 3) ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Πλάτωνος, τὸ θυμοειδὲς ἦτο τὸ μέρος τῆς ψυχῆς ὅπερ εἶναι ἕδρα τοῦ θάρρους, τῆς ἐλπίδος, τῆς ὀργῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπιθυμητικὸν (ὅπερ εἶναι ἔδρα τῶν ὀρέξεων καὶ ὁρμῶν), Πολ. 410Β, 141 Α, κἑξ., πρβλ. Διογ. Λ. 3. 67, καὶ ἴδε θυμὸς ΙΙ. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἡρῳδιαν. 4. 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 d’un caractère résolu, courageux;
2 irascible, querelleur ; en parl. de chevaux rétif, ombrageux.
Étymologie: θυμός, εἶδος.