καταράσσω: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Κτυπῶ κατὰ γῆς, [[μετὰ]] κρότου κατασυντρίβω, [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια, ὁ [[παῖς]] ἐμπεσὼν κατήραξε δηλ. τὴν κύλικα Ἱππῶν. 29˙ Καρχηδόνα κατήραξεν εἰς [[ἔδαφος]] καὶ ἠφάνισε Θεμιστ. λόγ. 10 σ. 140Β˙ ὁ Σουΐδ. «κατήραξας˙ κατὰ τοῦ ἐδάφους ἔβαλες»· ἰδίως ἐπὶ ἡττημένου καὶ κατεστραμμένου στρατεύματος, τοὺς λοιποὺς κατήραξε ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Ἡρόδ. 9. 69˙ κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας Δημ. 675. 20˙ τὸ [[στράτευμα]] κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Θουκ. 7. 6, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 58, Ἀρρ. Ἀν. 5. 17, 4. 2) μεταφορ., διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 38. ΙΙ. ἐπὶ θαλασσίων πτηνῶν, κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὑτῶν, ῥίπτονται οἱ κολοιοὶ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 79˙- [[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., [[πίπτω]] [[κάτω]], (κατα)[[πίπτω]] [[κατακέφαλα]], οἱ στάντες τῶν κολοιῶν ἐπὶ τὸ [[χεῖλος]] καὶ καταβλέψαντες ἐπὶ τὸν ἐμφαινόμενον καταράττουσιν Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 393Β, Πολύβ. 10. 48, 7˙ ἐπὶ ὄμβρου καὶ χαλάζης, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 13· ἐπὶ ποταμῶν, [[μετὰ]] πολλοῦ ψόφου ὁ ποταμὸς καταράττων εἰς τὸ [[χάσμα]] [[ἀφρώδης]] γίνεται Διόδ. 17. 75˙ πλαταμῶνας, εἰς οὓς καταράττει ὁ ποταμὸς Πολύβ. 10. 4, 7˙ ὑπὸ κρουνῷ καταράττοντι πομφόλυγες ἀνίστανται Λουκ.˙ κρουνὸς ὕδατος καταράττει τοῦ ἀγγείου, ἀράττει κατὰ τοῦ ἀγγείου, Γαλ. Μεθοδ. 8˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., Πλουτ. Καῖσ. 44, πρβλ. [[καταρρήγνυμι]]. | |lstext='''κατᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Κτυπῶ κατὰ γῆς, [[μετὰ]] κρότου κατασυντρίβω, [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια, ὁ [[παῖς]] ἐμπεσὼν κατήραξε δηλ. τὴν κύλικα Ἱππῶν. 29˙ Καρχηδόνα κατήραξεν εἰς [[ἔδαφος]] καὶ ἠφάνισε Θεμιστ. λόγ. 10 σ. 140Β˙ ὁ Σουΐδ. «κατήραξας˙ κατὰ τοῦ ἐδάφους ἔβαλες»· ἰδίως ἐπὶ ἡττημένου καὶ κατεστραμμένου στρατεύματος, τοὺς λοιποὺς κατήραξε ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Ἡρόδ. 9. 69˙ κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας Δημ. 675. 20˙ τὸ [[στράτευμα]] κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Θουκ. 7. 6, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 58, Ἀρρ. Ἀν. 5. 17, 4. 2) μεταφορ., διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 38. ΙΙ. ἐπὶ θαλασσίων πτηνῶν, κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὑτῶν, ῥίπτονται οἱ κολοιοὶ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 79˙- [[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., [[πίπτω]] [[κάτω]], (κατα)[[πίπτω]] [[κατακέφαλα]], οἱ στάντες τῶν κολοιῶν ἐπὶ τὸ [[χεῖλος]] καὶ καταβλέψαντες ἐπὶ τὸν ἐμφαινόμενον καταράττουσιν Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 393Β, Πολύβ. 10. 48, 7˙ ἐπὶ ὄμβρου καὶ χαλάζης, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 13· ἐπὶ ποταμῶν, [[μετὰ]] πολλοῦ ψόφου ὁ ποταμὸς καταράττων εἰς τὸ [[χάσμα]] [[ἀφρώδης]] γίνεται Διόδ. 17. 75˙ πλαταμῶνας, εἰς οὓς καταράττει ὁ ποταμὸς Πολύβ. 10. 4, 7˙ ὑπὸ κρουνῷ καταράττοντι πομφόλυγες ἀνίστανται Λουκ.˙ κρουνὸς ὕδατος καταράττει τοῦ ἀγγείου, ἀράττει κατὰ τοῦ ἀγγείου, Γαλ. Μεθοδ. 8˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., Πλουτ. Καῖσ. 44, πρβλ. [[καταρρήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=rejeter violemment ; briser, détruire : βουλεύματα LUC des projets.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀράσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. καταράττω,
A dash down, break in pieces, ὁ παῖς ἐμπεσὼν κατήραξε (sc. τὴν κύλικα) Hippon.38:—Pass., ἡ θύρη κατήρακται Herod.2.63: metaph., διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα cj. for ταράττειν in Luc.Dem.Enc.38; esp. of a broken and routed army, τοὺς λοιποὺς κατήραξεν ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Hdt.9.69; κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας D. 23.165; τὸ στράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Th.7.6, cf. D.H.9.58, Arr.An.5.17.2: fut. Med. in pass. sense, Plu.Caes.44. II of sea-birds, κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὐτῶν dash down head foremost, Arist.Mir.836a13: but more freq. 2 intr., fall down, fall headlong, Clearch.44; of rain, Arist.Mu.392b10; of rivers, εἰς τὸ Χάσμα κ. D.S.17.75, cf. Plb.10.48.7, Str.14.4.1: c. gen., τοῦ ἀγγείου, of a stream of water, Gal.10.554. (Freq. written καταρρ-, augm. κατερρ-, in part perh. correctly, if fr. κατα-ρρᾱσσω, cf. ῥάσσω, ἐπιρράσσω.)
German (Pape)
[Seite 1374] alt. -αράττω, herunterreißen, schmettern; Hipponax bei Ath. XI, 495 d; τοὺς λοιποὺς κατήραξαν διώκοντες Her. 9, 69; τὸ στράτευμα νικηθὲν κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Thuc. 7, 6; Folgde, wie Arr. An. 5, 17, 4; κατήραξε εἰς τὴν θάλατταν ἅπαντας Dem. 23, 165; auch übertr., διασείειν καὶ καταράττειν τὰ βουλεύματα Luc. Dem. enc. 38. – Intrans., mit Geräusch hinabfahren, εἰς οὓς καταράττει ὁ ποταμός Pol. 10, 4, 7, εἰς τοῦτο τὸ χάσμα καταράττων ὁ ποταμὸς μετὰ πολλοῦ ψόφου D. Sic. 17, 75; vom Regen, Arist. de mund. 2, wie D. Sic. 1, 41. Vgl. καταῤρήγνυμι. An vielen Stellen ist V, 1. καταῤῥάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Κτυπῶ κατὰ γῆς, μετὰ κρότου κατασυντρίβω, συντρίβω εἰς τεμάχια, ὁ παῖς ἐμπεσὼν κατήραξε δηλ. τὴν κύλικα Ἱππῶν. 29˙ Καρχηδόνα κατήραξεν εἰς ἔδαφος καὶ ἠφάνισε Θεμιστ. λόγ. 10 σ. 140Β˙ ὁ Σουΐδ. «κατήραξας˙ κατὰ τοῦ ἐδάφους ἔβαλες»· ἰδίως ἐπὶ ἡττημένου καὶ κατεστραμμένου στρατεύματος, τοὺς λοιποὺς κατήραξε ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Ἡρόδ. 9. 69˙ κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας Δημ. 675. 20˙ τὸ στράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Θουκ. 7. 6, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 58, Ἀρρ. Ἀν. 5. 17, 4. 2) μεταφορ., διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 38. ΙΙ. ἐπὶ θαλασσίων πτηνῶν, κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὑτῶν, ῥίπτονται οἱ κολοιοὶ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 79˙- ἐντεῦθεν ἀμεταβ., πίπτω κάτω, (κατα)πίπτω κατακέφαλα, οἱ στάντες τῶν κολοιῶν ἐπὶ τὸ χεῖλος καὶ καταβλέψαντες ἐπὶ τὸν ἐμφαινόμενον καταράττουσιν Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 393Β, Πολύβ. 10. 48, 7˙ ἐπὶ ὄμβρου καὶ χαλάζης, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 13· ἐπὶ ποταμῶν, μετὰ πολλοῦ ψόφου ὁ ποταμὸς καταράττων εἰς τὸ χάσμα ἀφρώδης γίνεται Διόδ. 17. 75˙ πλαταμῶνας, εἰς οὓς καταράττει ὁ ποταμὸς Πολύβ. 10. 4, 7˙ ὑπὸ κρουνῷ καταράττοντι πομφόλυγες ἀνίστανται Λουκ.˙ κρουνὸς ὕδατος καταράττει τοῦ ἀγγείου, ἀράττει κατὰ τοῦ ἀγγείου, Γαλ. Μεθοδ. 8˙ οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., Πλουτ. Καῖσ. 44, πρβλ. καταρρήγνυμι.
French (Bailly abrégé)
rejeter violemment ; briser, détruire : βουλεύματα LUC des projets.
Étymologie: κατά, ἀράσσω.