Λάκαινα: Difference between revisions
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Λάκαινα''': [λᾰ], ἡ, θηλ. τοῦ [[Λάκων]], Λατ. Lacaena, [[κυρίως]], Λακεδαιμονία (Φρύνιχ. ἐν λέξ.), Λ. [[κόρη]] Θέογν. 1002, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 441, κτλ.· ἀπολ., ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 486· Λάκαιναι, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Σοφ.· ― ἀλλ’ [[εἶναι]] ἐν συχνῇ χρήσει [[ἁπλῶς]] ὡς θηλ. ἐπίθ. = Λακωνική, Λ. [[χώρα]] Ἡρόδ. 7. 235· [[χθών]], [[γαῖα]], γῆ Εὐρ. Ἀνδρ. 151, Τρῳ. 1110, Ἑλ. 1473· [[πόλις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 193, 208· [[οὕτως]] ἡ Λ. ([[ἄνευ]] τοῦ [[χώρα]]), Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· ― πρβλ. [[κύων]] Ι. 2) ἡ Λ. (δηλ. [[κύλιξ]]), Λακωνικὸν [[ποτήριον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3. | |lstext='''Λάκαινα''': [λᾰ], ἡ, θηλ. τοῦ [[Λάκων]], Λατ. Lacaena, [[κυρίως]], Λακεδαιμονία (Φρύνιχ. ἐν λέξ.), Λ. [[κόρη]] Θέογν. 1002, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 441, κτλ.· ἀπολ., ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 486· Λάκαιναι, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Σοφ.· ― ἀλλ’ [[εἶναι]] ἐν συχνῇ χρήσει [[ἁπλῶς]] ὡς θηλ. ἐπίθ. = Λακωνική, Λ. [[χώρα]] Ἡρόδ. 7. 235· [[χθών]], [[γαῖα]], γῆ Εὐρ. Ἀνδρ. 151, Τρῳ. 1110, Ἑλ. 1473· [[πόλις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 193, 208· [[οὕτως]] ἡ Λ. ([[ἄνευ]] τοῦ [[χώρα]]), Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· ― πρβλ. [[κύων]] Ι. 2) ἡ Λ. (δηλ. [[κύλιξ]]), Λακωνικὸν [[ποτήριον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>adj. f.</i><br />laconienne, de Laconie : [[λίθος]] LUC sorte de marbre vert ; ἡ [[Λάκαινα]] [[χώρη]] HDT, <i>abs.</i> ἡ [[Λάκαινα]] XÉN le territoire de Laconie, la Laconie.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[Λάκων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
[λᾰ], ἡ, fem. of Λάκων, prop.
A Laconian woman (Phryn. 321), Λ. κόρη Thgn.1002, cf. E.Hec.441, etc.: abs., of Helen, Id.Andr.486 (lyr.); Λάκαιναι, αἱ, title of play by Sophocles: freq., esp. in Trag., Ion. Prose, and X., as fem. Adj., = Λακωνική, Λ. χώρη Hdt. 7.235; χθών, γαῖα, γᾶ, E.Andr.151, Tr.1110 (lyr.), Hel.1473 (lyr.); λίθος Laconian marble, Luc.Hipp.5; πόλις E.Andr.194, 209; κύων X.Cyn.10.4; σκύλαξ Pl.Prm.128c; ἡ Λ. (sc. κύλιξ) Laconian cup, Ar.Fr.216.
Greek (Liddell-Scott)
Λάκαινα: [λᾰ], ἡ, θηλ. τοῦ Λάκων, Λατ. Lacaena, κυρίως, Λακεδαιμονία (Φρύνιχ. ἐν λέξ.), Λ. κόρη Θέογν. 1002, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 441, κτλ.· ἀπολ., ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 486· Λάκαιναι, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφ.· ― ἀλλ’ εἶναι ἐν συχνῇ χρήσει ἁπλῶς ὡς θηλ. ἐπίθ. = Λακωνική, Λ. χώρα Ἡρόδ. 7. 235· χθών, γαῖα, γῆ Εὐρ. Ἀνδρ. 151, Τρῳ. 1110, Ἑλ. 1473· πόλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 193, 208· οὕτως ἡ Λ. (ἄνευ τοῦ χώρα), Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· ― πρβλ. κύων Ι. 2) ἡ Λ. (δηλ. κύλιξ), Λακωνικὸν ποτήριον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
adj. f.
laconienne, de Laconie : λίθος LUC sorte de marbre vert ; ἡ Λάκαινα χώρη HDT, abs. ἡ Λάκαινα XÉN le territoire de Laconie, la Laconie.
Étymologie: fém. de Λάκων.