μετάγω: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετάγω''': [ᾰ]: μέλλ. -άξω, [[μεταφέρω]] ἀπό τινος τόπου εἰς ἄλλον, εἰς τόπον Πολύβ. 5. 1, 9, Διόδ. 20. 3, κτλ.· τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας Δίωνος Κ. Ἐκλογ. Peiresc. 88· μεταφ., [[μᾶλλον]] ἐπ’ εὐφροσύνην... ψυχὴν τερπομένην μετάγειν Ἀνθ. Π. 10. 77. II. κατὰ τὸ φαινόμ. ἀμεταβ., [[ὑπάγω]] δι’ ἄλλης ὁδοῦ, [[μεταβάλλω]] δρόμον, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 8. | |lstext='''μετάγω''': [ᾰ]: μέλλ. -άξω, [[μεταφέρω]] ἀπό τινος τόπου εἰς ἄλλον, εἰς τόπον Πολύβ. 5. 1, 9, Διόδ. 20. 3, κτλ.· τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας Δίωνος Κ. Ἐκλογ. Peiresc. 88· μεταφ., [[μᾶλλον]] ἐπ’ εὐφροσύνην... ψυχὴν τερπομένην μετάγειν Ἀνθ. Π. 10. 77. II. κατὰ τὸ φαινόμ. ἀμεταβ., [[ὑπάγω]] δι’ ἄλλης ὁδοῦ, [[μεταβάλλω]] δρόμον, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μετάξω, <i>ao.2</i> μετήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> transporter, transférer;<br /><b>2</b> faire la conduite à qqn en le suivant : στρατόν XÉN suivre une armée de près.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], fut. -άξω D.S.20.3: pf.
A μεταγείοχα PRyl.67.5 (ii B. C.): —convey from one place to another, transfer, τινὰ εἰς Βαβυλῶνα LXX 1 Es.1.45, cf. Aristeas 12 (Pass.); τὴν ἐκκλησίαν εἰς Σικυῶνα Plb.5.1.9; τὸν πόλεμον εἰς τὴν Λιβύην D.S. l.c.; ναόν SIG587.6 (Peparethus, ii B. C.); τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας D.C.Fr.83.7; escort, τινα SIG588.51 (Milet., ii B. C.): Medic., divert, τὰ ῥεύματα Gal.17(1).965: metaph., τοὺς πολίτας εἰς σωφρονεστέραν βίου τάξιν μ. Plu.2.225f, cf. SIG704E 12 (Delph., ii B. C.), Epict.Ench.33.3; ψυχὴν ἐπ' εὐφροσύνην AP10.77 (Pall.); seduce, τινὰς ἐς τὸ ἁβροδίαιτον Hdn.3.8.5. 2 translate, εἰς ἑτέραν γλῶσσαν LXX Si.Prol. (Pass.). 3 derive a metaphor, ἀπό τινος Phld.Rh.1.179 S. 4 Pass., to be borrowed, μετῆκται ἀπὸ τῶν ἐν γεωμετρίᾳ τὸ ὄνομα Iamb. in Nic.p.58 P. II intr., go by a different route, change one's course, X.Cyr.7.4.8.
German (Pape)
[Seite 146] (s. ἄγω), 1) nach-, hinterherführen, sc. στρατόν, hinterhermarschiren, μετάγειν αὐτὸν ἐκέλευσεν, ᾗπερ ὁ 'Υστάσπης προῴχετο, Xen. Cyr. 7, 4, 8. – 2) von einem Orte weg nach einem andern hinführen, εἴς τινα τόπον, Pol. 24, 8, 4, vgl. 5, 1, 9, Sp., wie Hdn. 3, 8, 10; τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας, D. C. 37, 84.
Greek (Liddell-Scott)
μετάγω: [ᾰ]: μέλλ. -άξω, μεταφέρω ἀπό τινος τόπου εἰς ἄλλον, εἰς τόπον Πολύβ. 5. 1, 9, Διόδ. 20. 3, κτλ.· τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας Δίωνος Κ. Ἐκλογ. Peiresc. 88· μεταφ., μᾶλλον ἐπ’ εὐφροσύνην... ψυχὴν τερπομένην μετάγειν Ἀνθ. Π. 10. 77. II. κατὰ τὸ φαινόμ. ἀμεταβ., ὑπάγω δι’ ἄλλης ὁδοῦ, μεταβάλλω δρόμον, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 8.
French (Bailly abrégé)
f. μετάξω, ao.2 μετήγαγον, etc.
1 transporter, transférer;
2 faire la conduite à qqn en le suivant : στρατόν XÉN suivre une armée de près.
Étymologie: μετά, ἄγω.