πεπαίνω: Difference between revisions
Σέ, Δήλι', αὐδῶ τὸν κατὰ χθονὸς νέκυν ... → Delian, I call your name, a corpse beneath the ground ...
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεπαίνω''': ἀόρ. ἐπέπᾱνα, (ἴδε κατωτ.). ― Παθ., μέλλ. πεπανθήσομαι, ἀόρ. ἐπεπάνθην (ἴδε κατωτ.)· πρκμ. ἀπαρ. πεπάνθαι Ἀριστ. Προβλ. 20, 20· ([[πέπων]]). Ποιῶ τι ὥριμον, Ἡρόδ. 1. 193, Εὐρ. Ἀποσπ. 883· πεπαίνειν τὴν ὀπώραν, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, Ξεν. Οἰκ. 19. 19, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 161· οὕτω, [ἡ συκῆ] π. τέτταρας καρποὺς Ἀθήν. 77C· [[ἀλλά]], συκῆ π. τὴν σάρκα, βραζομένη μετ’ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 697Β· ἀπολ., διασκοπῶν [[ἥδομαι]] τὰς... ἀμπέλους, εἰ πεπαίνουσιν ἤδη, δηλ. ἂν αἱ σταφυλαὶ ἤρξαντο ὡριμάζουσαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1113 ― παθ., [[γίνομαι]] [[ὥριμος]], Ἡρόδ. 4. 199, Ἴων παρὰ Πλουτ. 2.658Β, κτλ. 2) μεταφορ., [[κατευνάζω]], [[καταπραΰνω]], πεπᾶναι ὀργὴν Ἀριστοφ. Σφ. 645· ὀργὴ πεπανθήσεται Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· τὸ πεπανθὲν ἔρωτος [[τραῦμα]] Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐπὶ προσώπου, ἢν πεπανθῇς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 159. 3) ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ οἰδημάτων, μαλάσσομαι, πυοῦμαι, [[σχηματίζω]] [[πύον]], «ὀμπυάζω», Ἱππ. 1170Β· [[καθόλου]] ἐπὶ νοσημάτων, βράγχοι καὶ κόρυζαι τοῖσι [[σφόδρα]] πρεσβύτῃσιν οὐ πεπαίνονται ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1246· Προγν. 40· πρβλ. [[πεπασμός]]· ― χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πεπαίνετο, ἐθερμαίνετο,«[[ἤγουν]] ἐρωτικῶς ἐμαλθάσσετο» (Εὐστ. 478, 52), Θεόκρ. 2. 140. | |lstext='''πεπαίνω''': ἀόρ. ἐπέπᾱνα, (ἴδε κατωτ.). ― Παθ., μέλλ. πεπανθήσομαι, ἀόρ. ἐπεπάνθην (ἴδε κατωτ.)· πρκμ. ἀπαρ. πεπάνθαι Ἀριστ. Προβλ. 20, 20· ([[πέπων]]). Ποιῶ τι ὥριμον, Ἡρόδ. 1. 193, Εὐρ. Ἀποσπ. 883· πεπαίνειν τὴν ὀπώραν, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, Ξεν. Οἰκ. 19. 19, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 161· οὕτω, [ἡ συκῆ] π. τέτταρας καρποὺς Ἀθήν. 77C· [[ἀλλά]], συκῆ π. τὴν σάρκα, βραζομένη μετ’ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 697Β· ἀπολ., διασκοπῶν [[ἥδομαι]] τὰς... ἀμπέλους, εἰ πεπαίνουσιν ἤδη, δηλ. ἂν αἱ σταφυλαὶ ἤρξαντο ὡριμάζουσαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1113 ― παθ., [[γίνομαι]] [[ὥριμος]], Ἡρόδ. 4. 199, Ἴων παρὰ Πλουτ. 2.658Β, κτλ. 2) μεταφορ., [[κατευνάζω]], [[καταπραΰνω]], πεπᾶναι ὀργὴν Ἀριστοφ. Σφ. 645· ὀργὴ πεπανθήσεται Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· τὸ πεπανθὲν ἔρωτος [[τραῦμα]] Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐπὶ προσώπου, ἢν πεπανθῇς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 159. 3) ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ οἰδημάτων, μαλάσσομαι, πυοῦμαι, [[σχηματίζω]] [[πύον]], «ὀμπυάζω», Ἱππ. 1170Β· [[καθόλου]] ἐπὶ νοσημάτων, βράγχοι καὶ κόρυζαι τοῖσι [[σφόδρα]] πρεσβύτῃσιν οὐ πεπαίνονται ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1246· Προγν. 40· πρβλ. [[πεπασμός]]· ― χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πεπαίνετο, ἐθερμαίνετο,«[[ἤγουν]] ἐρωτικῶς ἐμαλθάσσετο» (Εὐστ. 478, 52), Θεόκρ. 2. 140. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>Act. seul. prés. et ao.</i> ἐπέπανα;<br /><i>Pass. f.</i> πεπανθήσομαι, <i>ao.</i> ἐπεπάνθην, <i>pf. inf.</i> πεπάνθαι;<br /><b>1</b> faire cuire, faire mûrir ; <i>Pass.</i> mûrir, être mûr;<br /><b>2</b> amollir par la cuisson;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> faire mûrir, amener à maturité ; <i>au mor.</i> adoucir, calmer.<br />'''Étymologie:''' [[πέπων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. ἐπέπᾱνα (v. infr. 2) :—Pass., fut. πεπανθήσομαι : aor. ἐπεπάνθην (v. infr.) : pf. inf.
A πεπάνθαι Arist.Pr.925a13 : (πέπων) :— ripen, Hdt.1.193 ; ὀρχάτους ὀπωρινούς E.Fr.896 ; π. τὴν ὀπώραν, of the vine, bring its fruit to maturity or perfection, X.Oec.19.19, cf. Arist.Mir.846b1 ; [ἡ συκῆ] π. τέτταρας καρπούς Thphr.HP4.2.3; but [συκῆ] π. τὴν σάρκα τοῦ ὄρνιθος, by being boiled with it, Plu.2.697b : abs., διασκοπῶν ἥδομαι τὰς . . ἀμπέλους, εἰ πεπαίνουσιν ἤδη, i.e. if the grapes are ripening, Ar.Pax1163(lyr.) :—Pass., become ripe, Hdt.4.199, Ion Trag.57, Trag.Adesp.396, Gp.4.6.1, etc. 2 metaph., soften, assuage, πεπᾶναι ὀργήν Ar.V.646 ; χρόνος ὁ πάντα πεπαίνειν εἰωθώς Plu.2.102a ; ὀργὴ πεπανθήσεται X.Cyr.4.5.21 ; τὸ πεπανθὲν ἔρωτος τραῦμα AP12.80 (Mel.) ; of a person, ἢν πεπανθῇς E.Heracl. 159. 3 in Pass., of tumours, soften and suppurate, Hp.Epid.6.2.16 ; of illness generally, come to a head, mature, Id.Aph.2.40, Prog.12 ; μέχρι ἂν τῆς νούσου ἡ ἀκμὴ πεπανθῇ Id.Acut.38 ; also οὖρα πεπαινόμενα Id.Epid.1.3. 4 χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πεπαίνετο grew warm, Theoc.2.140.
German (Pape)
[Seite 559] 1) weich, milde machen; von Früchten, ἐὰν πεπανθῇ, Pol. 12, 2, 3; Luc. V. H. 1, 22; Plut. Symp. 2, 7, 2; u. aus Ion ib. 3, 10, 2 μέλας γὰρ αὐτοῖς οὐ πεπαίνεται βότρυς; – auch vom Baume selbst gesagt, πεπαίνει τέτταρας καρπούς, er bringt viermal Früchte zur Reise, Ath. III, 77 c; pass. reif werden, Her. 4, 199; übertr., τραῦμα πεπανθέν, geheilte Wunde, Mel. 55 (XII, 80); u. von Leidenschaften, mildern, mäßigen, ὀργὴν πεπᾶναι, Ar. Vesp. 646; vgl. Xen. Cyr. 4, 5, 21, ἡ ὀργὴ ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεται καὶ σὺν τῷ φόβῳ λήγοντι ἄπεισι; – vgl. Eur. Heracl. 160; Iac. Ach. Tat. 774; auch χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πεπαίνετο, warm werden. – 2) intrans. weich werden, reisen, von Trauben, Ar. Pax 1129.
Greek (Liddell-Scott)
πεπαίνω: ἀόρ. ἐπέπᾱνα, (ἴδε κατωτ.). ― Παθ., μέλλ. πεπανθήσομαι, ἀόρ. ἐπεπάνθην (ἴδε κατωτ.)· πρκμ. ἀπαρ. πεπάνθαι Ἀριστ. Προβλ. 20, 20· (πέπων). Ποιῶ τι ὥριμον, Ἡρόδ. 1. 193, Εὐρ. Ἀποσπ. 883· πεπαίνειν τὴν ὀπώραν, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, Ξεν. Οἰκ. 19. 19, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 161· οὕτω, [ἡ συκῆ] π. τέτταρας καρποὺς Ἀθήν. 77C· ἀλλά, συκῆ π. τὴν σάρκα, βραζομένη μετ’ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 697Β· ἀπολ., διασκοπῶν ἥδομαι τὰς... ἀμπέλους, εἰ πεπαίνουσιν ἤδη, δηλ. ἂν αἱ σταφυλαὶ ἤρξαντο ὡριμάζουσαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1113 ― παθ., γίνομαι ὥριμος, Ἡρόδ. 4. 199, Ἴων παρὰ Πλουτ. 2.658Β, κτλ. 2) μεταφορ., κατευνάζω, καταπραΰνω, πεπᾶναι ὀργὴν Ἀριστοφ. Σφ. 645· ὀργὴ πεπανθήσεται Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· τὸ πεπανθὲν ἔρωτος τραῦμα Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐπὶ προσώπου, ἢν πεπανθῇς Εὐρ. Ἡρακλ. 159. 3) ἐν τῷ παθ., ὡσαύτως ἐπὶ οἰδημάτων, μαλάσσομαι, πυοῦμαι, σχηματίζω πύον, «ὀμπυάζω», Ἱππ. 1170Β· καθόλου ἐπὶ νοσημάτων, βράγχοι καὶ κόρυζαι τοῖσι σφόδρα πρεσβύτῃσιν οὐ πεπαίνονται ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1246· Προγν. 40· πρβλ. πεπασμός· ― χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πεπαίνετο, ἐθερμαίνετο,«ἤγουν ἐρωτικῶς ἐμαλθάσσετο» (Εὐστ. 478, 52), Θεόκρ. 2. 140.
French (Bailly abrégé)
Act. seul. prés. et ao. ἐπέπανα;
Pass. f. πεπανθήσομαι, ao. ἐπεπάνθην, pf. inf. πεπάνθαι;
1 faire cuire, faire mûrir ; Pass. mûrir, être mûr;
2 amollir par la cuisson;
3 fig. faire mûrir, amener à maturité ; au mor. adoucir, calmer.
Étymologie: πέπων.