χρυσόπαστος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσόπαστος''': -ον, χρυσῷ πεπασμένος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, κεχρυσωμένος, [[ἐπίχρυσος]], χρ. [[τιήρης]], [[τιάρα]] ἐξ ὑφάσματος χρυσοϋφάντου, Ἡρόδ. 8. 120· τὰ χρ. ἔδεθλα (ὡς ὁ Aurat ἀντὶ ἐσθλὰ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 760· χρ. [[κόσμος]] Δημ. 1217. 20· ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 19· ἐσθὴς Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 8· [[μετὰ]] τοῦ [[χρυσήλατος]], οὐδὲν οὐδὲ τούτων ἐστίν, ὃ μὴ χρυσήλατόν ἐστιν ἢ χρυσόπαστον Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 532. | |lstext='''χρῡσόπαστος''': -ον, χρυσῷ πεπασμένος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, κεχρυσωμένος, [[ἐπίχρυσος]], χρ. [[τιήρης]], [[τιάρα]] ἐξ ὑφάσματος χρυσοϋφάντου, Ἡρόδ. 8. 120· τὰ χρ. ἔδεθλα (ὡς ὁ Aurat ἀντὶ ἐσθλὰ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 760· χρ. [[κόσμος]] Δημ. 1217. 20· ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 19· ἐσθὴς Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 8· [[μετὰ]] τοῦ [[χρυσήλατος]], οὐδὲν οὐδὲ τούτων ἐστίν, ὃ μὴ χρυσήλατόν ἐστιν ἢ χρυσόπαστον Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 532. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />parsemé, constellé, tacheté <i>ou</i> brodé d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[πάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, also α, ον Alc.Fr.90 Lobel: (πάσσω):—
A shot with gold, κυνία l. c.; χ. τιήρης a turban of gold tissue, Hdt.8.120; τὰ χ. ἕσθλα (Wilamowitz for ἐσθλά) A.Ag.776 (lyr.); χ. κόσμος D.50.34; ταῖς ξυστίσιν ταῖς χ. Eub.134; μίτρα Duris 14J.; ἐσθής Luc.Ind.8; opp. χρυσήλατος, Iamb.post Polem.p.50 Hinck.
German (Pape)
[Seite 1381] mit Golde geschmückt, gestickt; Aesch. Ag. 752; τιάρα Her. 8, 120; κόσμος Dem. 50, 34; σκιάς Plut. Anton. 26 u. Luc.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόπαστος: -ον, χρυσῷ πεπασμένος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, κεχρυσωμένος, ἐπίχρυσος, χρ. τιήρης, τιάρα ἐξ ὑφάσματος χρυσοϋφάντου, Ἡρόδ. 8. 120· τὰ χρ. ἔδεθλα (ὡς ὁ Aurat ἀντὶ ἐσθλὰ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 760· χρ. κόσμος Δημ. 1217. 20· ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 19· ἐσθὴς Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 8· μετὰ τοῦ χρυσήλατος, οὐδὲν οὐδὲ τούτων ἐστίν, ὃ μὴ χρυσήλατόν ἐστιν ἢ χρυσόπαστον Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 532.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
parsemé, constellé, tacheté ou brodé d’or.
Étymologie: χρυσός, πάσσω.