ἀστράπτω: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἤστραπτον, <i>f.</i> ἀστράψω, <i>ao.</i> [[ἤστραψα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> lancer des éclairs ; • <i>impers.</i> ἀστράπτει il éclaire;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> jeter des éclairs, étinceler;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> faire jaillir comme un éclair, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀστραπή]]. | |btext=<i>impf.</i> ἤστραπτον, <i>f.</i> ἀστράψω, <i>ao.</i> [[ἤστραψα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> lancer des éclairs ; • <i>impers.</i> ἀστράπτει il éclaire;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> jeter des éclairs, étinceler;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> faire jaillir comme un éclair, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀστραπή]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=aor. [[part]]. ἀστράψᾶς: [[lighten]], [[hurl]] [[lightning]]. (Il.) | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
(cf. στράπτω), Ep. impf.
A ἀστράπτεσκον Mosch.2.86: fut. ἀστράψω Cratin.53, Nonn.D.33.376: aor. ἤστραψα Il.17.595, etc.:—lighten, hurl lightnings, freq. of omens sent by Zeus, ἀστράπτων ἐπιδέξι' Il.2.353; Κρονίδης ἐνδέξια σήματα φαίνων ἀστράπτει 9.237; ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις Ἥρης 10.5; ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ' ἔκτυπε 17.595; οὑλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα Ar.Ach.531, cf. V. 626. 2 impers., ἀστράπτει it lightens, ἤστραψε it lightened, οὐρανοῦ δ' ἄπο ἤστραψε S.Fr.578, cf. Arist.Rh.1392b27. II flash or glance like lightning, πᾶς γὰρ ἀστράπτει χαλινός S.OC1067 (lyr.); κατάχαλκον ἀ. πεδίον gleams with brass, E.Ph.III; so ἀ. χαλκῷ X. Cyr.6.4.1; of the face, εἶδον τὴν ὄψιν . . ἀστράπτουσαν Pl.Phdr.254b; ἀ. τοῖς ὄμμασι X.Cyn.6.15; of flowers, ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαι bright, Nic.Fr.74.64: c. acc. cogn., ἐξ ὀμμάτων δ' ἤστραπτε . . σέλας (sc. Τυφών) flashed flame from his eyes, A.Pr.358; ἵμερον ἀστράπτουσα κατ' ὄμματος AP12.161 (Asclep.), cf. Mosch. l.c.; ἤστραψε γλυκὺ κάλλος AP12.110 (Mel.). 2 of persons, to be brilliant, conspicuous, ἔν τινι Opp.C.1.361,2.23. III trans., consume with lightning, dub. in Cratin.53. 2 illuminate, τι Musae.276.
German (Pape)
[Seite 377] Blitze schleudern, blitzen, Hom. vom Zeus Iliad. 2, 353. 9, 237. 10, 5. 17, 595; Arist. ἀστράπτει, es blitzt; Glanz ausstrahlen, ἵμερον ἀπ' ὀμμάτων ἀστράπτουσα Asclep. 12 (XII, 161); Κελτοῖς πουλὺν ἐνυάλιον Crinag. 28 (IX, 283); σέλας ἐξ ὀμμάτων Aesch. Prom. 356; intrans. glänzen, bes. von Augen, τοῖς ὄμμασι Xen. Cyn. 6, 15; ὄψις ἀστράπτουσα Plat. Phaedr. 254 b; γλῆναι ἀστράπτουσαι Sosip. 3 (V, 56); vgl. Opp. C. 1, 360; vom Metallglanz, χαλινὸς ἀστρ. Soph. O. C. 1069; ἤστραπτε χαλκῷ Xen. Cyr. 6, 4, 1; beleuchten, εὐνήν Mus. 276.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστράπτω: (πρβλ. στράπτω): παρατ. ἤστραπτον, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀστράπτεσκον Μόσχ. 2.86· μέλλ. ἀστράψω, Νόνν.: ἀόρ. ἤστραψα Ὅμ., κλ.: ― Παθ., ὁ ὑπερσυντ. ἤστραπτο εἶναι ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἤστραπτε ἐν Ξεν. Κύρ. 6.4, 1: ― Μέσ., ἀόρ. ὑποτ. ἀστράψηται Ἀριστείδ. 2.391. Ἀστράπτω, κοιν. «ἀστράφτω», πέμπτω ἀστραπάς, συχνάκις ἐπὶ διοσημιῶν, ἀστράπτων ἐπιδέξι’ Ἰλ. Β. 353· Κρονίδης ἐνδέξια σήματα φαίνων ἀστράπει Ι. 237· ὡς δ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις Ἥρης Κ. 5· ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ’ ἔκτυπε Ρ. 595· μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέῃς οὑλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Ἀχ. 531, πρβλ. Σφ. 625. 2) ἀπροσ., ἀστράπτει· ἤστραψε ὡς καὶ νῦν, οὐρανοῦ δ’ ἄπο ἤστραψε Σοφ. Ἀποσπ. 507, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 21. ΙΙ. λάμπω ὡς ἀστραπή, ὡς καὶ νῦν, πᾶς γὰρ ἀστράπτει χαλινὸς Σοφ. Ο. Κ. 1967· κατάχαλκον ἀστρ. πεδίον, λάμπει, «ἀστράφτει» ἀπὸ τὸν χαλκόν, Εὐρ. Φοίν. 110· οὕτω, ἀστρ. χαλκῷ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, εἶδον τὴν ὄψιν… ἀστράπτουσαν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β, ἀστρ. ὄμμασι Ξεν. Κυν. 6. 15· ἐπὶ ἀνθέων, ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαι, λάμπουσαι, Νικ. παρ’ Ἀθην. 684C: ―μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐξ ὀμμάτων δ’ ἤστραπτε… σέλας (ἐνν. Τυφὼν) εξηκόντιζε φλόγας ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 356· ἴμερον ἀστράπτουσα κατ' ὄμματος Ἀνθ. Π. 12. 161· ἤστραψε γλυκὺ κάλλος αὐτόθι 110. ΙΙΙ. μεταβατ. καταφλέγω διὰ τῆς ἀστραπῆς, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4. 2) φωτίζω, οὐ δαΐδων ἤστραπτε σέλας Μουσαῖος 276.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤστραπτον, f. ἀστράψω, ao. ἤστραψα, pf. inus.
I. intr. 1 lancer des éclairs ; • impers. ἀστράπτει il éclaire;
2 p. anal. jeter des éclairs, étinceler;
II. tr. faire jaillir comme un éclair, acc..
Étymologie: ἀστραπή.