νόημα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> source de la pensée, intelligence;<br /><b>II.</b> pensée :<br /><b>1</b> réflexion ; <i>t. de rhét.</i> pensée <i>(p. opp. à</i> [[ὄνομα]], mot) ; <i>t. de philos.</i> concept;<br /><b>2</b> intention, projet, dessein.<br />'''Étymologie:''' [[νοέω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἔννοια]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> source de la pensée, intelligence;<br /><b>II.</b> pensée :<br /><b>1</b> réflexion ; <i>t. de rhét.</i> pensée <i>(p. opp. à</i> [[ὄνομα]], mot) ; <i>t. de philos.</i> concept;<br /><b>2</b> intention, projet, dessein.<br />'''Étymologie:''' [[νοέω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἔννοια]].
}}
{{Autenrieth
|auten=ατος ([[νοέω]]): [[thought]], [[idea]], [[plan]], [[mind]] ([[more]] [[concrete]] [[than]] [[νόος]]), Od. 20.82; as [[symbol]] of [[swiftness]], [[νέες]] ὠκεἰαι ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ [[νόημα]], Od. 7.36.
}}
}}

Revision as of 15:27, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόημα Medium diacritics: νόημα Low diacritics: νόημα Capitals: ΝΟΗΜΑ
Transliteration A: nóēma Transliteration B: noēma Transliteration C: noima Beta Code: no/hma

English (LSJ)

ατος, τό, Ion. νῶμα Emp.110.10 (but

   A νόημα 105.3): (νοέω):—that which is perceived, perception, thought, τῶν νέες ὠκεῖαι, ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ νόημα Od.7.36 (cf. ὀξύτερον νοήματος Lib.Or.59.148; ἅμα νοήματι 'in the twinkling of an eye', Epicur.Ep.1p.11U.: hence ἡ ἅμα ν. περίοδος lightning survey, ib.p.32 U., cf. Phld.Mort.37, Plu.Alex.35); ν. φρενός Ar.Nu.704 (lyr.).    2 thought, purpose, idea, design, τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι νόημα Od.13.330; Ζεὺς . . ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ' 14.273; νοήματα . . ἐκτελέει Il.10.104, cf. Alc.77, Pi.P.6.29; σοφώτατα νοήματα Id.O.7.72; οὐκ οἶδ' ὄττι θέω· δίχα μοι τὰ ν. Sapph.36; ἐκτὸς τῶν ἐωθότων ν. στῆσαί τινα Hdt.3.80; τὸ μὲν ν. τῆς θεοῦ, τὸ δὲ κλέμμ' ἐμόν Ar. Eq.1203, cf. Nu.743.    3 in Philos., thought, concept, opp. sensation, sense-presentation, Parm.8.34, etc.; φύσει διῄρηται τά τε ν. καὶ τὰ αἰσθήματα Arist.Fr.87; σύνθεσίς τις νοημάτων Id.de An.430a28; discursive thinking, as the function of διάνοια, Herm. ap. Stob.2.8.31.    4 Rhet., thought as expressed in literary form, D.H. Amm.2.24, Longin.12.1.    II understanding, mind, παρέπλαγξεν δὲ νόημα Od.20.346, cf. Il.19.218, Thgn.435, Emp.110.10; αἷμα γὰρ ἀνθρώποις περικάρδιόν ἐστι ν. Id.105.3; θεὸς . . οὔ τι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδὲ ν. Xenoph.23.2.

German (Pape)

[Seite 258] τό (das Wahrgenommene, nur in geistiger Beziehung), der Gedanke; νέες ὠκεῖαι, ὡςεὶ πτερὸν ἠὲ νόημα, Od. 7, 36, schnell wie der Gedanke (vgl. θᾶττον νοήματος ὑπηρετεῖν Xen. Mem. 4, 3, 13); τίπτε δέ τοι, φίλε τέκνον, ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα ἔπλετο; Od. 2, 363, öfter; übh. Sinnesart, Sinn, Hes. O. 128; αἰεί τοι τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι νόημα, Od. 13, 330; Ζεὺς αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα ποίησε, 14, 273; νοήματα ἐκτελέει, Il. 10, 104, u. öfter so im plur. – Uebh. Denkkraft, Verstand, Il. 19, 218; μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀθήνη παρέπλαγξε νόημα, Od. 20, 346; σοφώτατα νοήματα παραδεξαμένους, Pind. Gl. 7, 72; Ar. Nubb. 230. 695; u. in Prosa, Plat. Parm. öfter; auch Absicht, Entschluß, Polit. 260 d.

Greek (Liddell-Scott)

νόημα: τό, Ἰων. νῶμα Ἐμπεδ. 298 (ἀλλὰ νόημα, 373)· (νοέω)· - ὅ,τι διανοεῖταί τις ἢ βάλλει εἰς τὸν νοῦν του, ἰδέα, Ὅμ., Ἡσ., Ἀριστοφ., καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ: ὡς ἔμβλημα τῆς ταχείας κινήσεως, τῶν νέες ὠκεῖαι, ὡσεὶ πτερὸν ἠὲ νόημα Ὀδ. Η. 36· ν. φρενὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 704. 2) διανόημα, σκοπός, σχέδιον, τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι νόημα Ὀδ. Ν. 330· Ζεύς... ἐνὶ φρεσὶ νόημα ποίησ’ Ξ. 273· νοήματα... ἐκτελέειν Ἰλ. Κ. 104· ἐκ τῶν ἐωθότων ν. στῆσαί τινα Ἡρόδ. 3. 80 τὸ μὲν ν. τῆς θεοῦ, τὸ δὲ κλέμμ’ ἐμὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1203, πρβλ. Νεφ. 743. ΙΙ. ὡς τὸ νόησις, διάνοια, νοῦς, παρέπλαγξαν δὲ νόημα Ὀδ. Υ. 346, πρβλ. Ἰλ. Τ. 218, Θέογν. 435· Ἐμπεδ. 329 Stein, κτλ.· διάθεσις, Πινδ. Π. 6. 29.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. source de la pensée, intelligence;
II. pensée :
1 réflexion ; t. de rhét. pensée (p. opp. à ὄνομα, mot) ; t. de philos. concept;
2 intention, projet, dessein.
Étymologie: νοέω.
Par. ἔννοια.

English (Autenrieth)

ατος (νοέω): thought, idea, plan, mind (more concrete than νόος), Od. 20.82; as symbol of swiftness, νέες ὠκεἰαι ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ νόημα, Od. 7.36.