μῆκος: Difference between revisions

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> longueur ; <i>particul.</i> haute taille ; longueur d’un discours <i>ou</i> d’un livre, prolixité ; <i>adv.</i> • [[μῆκος]], longuement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> grandeur.<br />'''Étymologie:''' R. Μακ, être long ; cf. [[μακρός]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> longueur ; <i>particul.</i> haute taille ; longueur d’un discours <i>ou</i> d’un livre, prolixité ; <i>adv.</i> • [[μῆκος]], longuement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> grandeur.<br />'''Étymologie:''' R. Μακ, être long ; cf. [[μακρός]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[length]], [[lofty]] [[stature]], Od. 20.71.
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆκος Medium diacritics: μῆκος Low diacritics: μήκος Capitals: ΜΗΚΟΣ
Transliteration A: mē̂kos Transliteration B: mēkos Transliteration C: mikos Beta Code: mh=kos

English (LSJ)

Dor. μᾶκος Archyt.1: εος, τό:—

   A length, of a club, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος so large was it in length, so large in thickness, Od. 9.324; φιλότης ἴση μ. τε πλάτος τε Emp.17.20, cf. Hdt.1.181, etc.; ἐς μῆκος Id.2.155; εἰς τὸ μῆκος LXX Ge.12.6; ἐν μήκει καὶ πλάτει καὶ βάθει Pl.Sph.235d, cf. Gorg.3, Arist.Ph.209a5; ἐπὶ μῆκος lengthwise, ἐπὶ μ. ἔκτασις Id.HA504a15, al.; κατὰ μῆκος Id.Mete.387a2; μ. ὁδοῦ A.Fr. 378, Hdt.1.72, etc.; πλοῦ Th.6.34; μᾶκος ἔδικε threw a long distance, Pi.O.10(11).72: pl., μήκη καὶ βάθη καὶ πλάτη Pl.Plt.284e, cf. Iamb.Comm.Math.26; τὰ μεγάλα μ. great lengths, Pl.Prt.356d.    b height, of a wall, Ar.Av.1130; of persons, stature, Od.20.71; μῆκος in height, 11.312; εἰς μ. αὐξάνεσθαι X.Lac.2.6.    c generally, μήκει in linear measurement, Pl.Tht.147d, cf. 148a; linearity, one-dimensional magnitude, opp. ἐπίπεδον, βάθος, Id.Lg.817e: in Arith., in the first power, Theol.Ar.3,4.    2 of Time, μ. χρόνου A.Pr.1020; ἐν μ. χρόνου S.Tr.69; ἐν χρόνου τινὸς μήκεσιν ἀπλέτοις Pl.Lg.683a; μ. λόγου, μ. τῶν λόγων, a long speech, A.Eu.201, S.OC1139; ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Th.4.62; μῆκος at length, εἰπέ μοι μὴ μ., ἀλλὰ σύντομα S. Ant.446.    3 of Size or Degree, greatness, magnitude, ὄλβου Emp. 119; μῆκος in greatness, ἔοικεν ἄλλῃ μ. οὐδὲν ἡδονῇ S.Ant.393.    4 longitude, Str.1.4.5, Cleom.2.1, Ptol.Alm.2.12, Vett.Val.260.5, etc.    5 in Prosody, length, opp. βραχύτης, Arist.Po.1456b32, D.H.Comp.15: pl., μήκη καὶ βραχύτητας προσῆπτε Pl.R.400b.    6 first line of phalanx, Ascl.Tact.2.5. (From same Root as μακρός. Hence μήκιστος, Sup. of μακρός.)

German (Pape)

[Seite 172] τό, dor. μᾶκος, die Länge; ῥόπαλον – τόσσον ἔην μῆκος, so groß an Länge, so lang, Od. 9, 324; μῆκός γε γενέσθην ἐννεόργυιοι, 11, 312; schlanker Wuchs, 20, 71; πάχει μάκει τε verbindet Pind. P. 4, 254; von der Zeit oft, Aesch. auch τοσοῦτο μῆκος ἔκτεινον λόγου, Eum. 192; ἐν μήκει χρόνου, Soph. Trach. 69 (vgl. ἐν μήκει λόγων διελθεῖν, Thuc. 4, 62); adverbial, εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα, Ant. 422; überh. Größe, von der Freude, 389; μακρὸν μῆκος χρόνου, Eur. Or. 72. – Her. 4, 42 u. sonst; πλοῦ, Thuc. 6, 34; Plat. Theaet. 148 b; χρόνου, Legg. III, 676 a; λόγου, I, 645 c; neben βάθος u. πλάτος, Soph. 235 d; auch im plur., Folgde überall.

Greek (Liddell-Scott)

μῆκος: Δωρ. μᾶκος, -εος, τό, «μάκρος», ἐπὶ ῥοπάλου, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος, τόσον ἦτο κατὰ τὸ «μάκρος», καὶ τόσον κατὰ τὸ πάχος, Ὀδ. Ι. 324, ἴδε κατωτ. ΙΙ· ἐν μήκει καὶ πλάτει καὶ βάθει Πλάτ. Σοφιστ. 235D, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 8· μ. ὁδοῦ Ἡρόδ. 1. 72, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 334, κτλ.· πλοῦ Θουκ. 6. 34· μᾶκος ἔδικε, ἔρριψεν εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, Πινδ. Ο. 10 (11). 86· ἐπὶ μῆκος, κατὰ μῆκος, ἔκτασις ἐπὶ μ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 5, κ. ἀλλ.· κατὰ μ. αὐτόθι 4. 9, 20· ― ἐν τῷ πληθ., μήκη καὶ βάθη καὶ πλάτη Πλάτ. Πολιτικ. 284Ε· τὰ μεγάλα μ., αἱ μεγάλαι ἀποστάσεις, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 356D. β) ἐπὶ προσώπων, ὕψος, μέγεθος, ἀνάστημα, Ὀδ. Υ. 71, Ξεν. Λακ. 2, 5, κτλ. γ) καθόλου, ἐν μήκει, κατὰ μῆκος μετρούμενος, Πλάτ. Θεαίτ. 147D, πρβλ. 148Α. 2) ἐπὶ χρόνου, μ. χρόνου Αἰσχύλ. Πρ. 1020 (πρβλ. μῆχος)· ἐν μ. χρόνου Σοφ. Τρ. 69· ἐν χρόνου τινὸς μήκεσιν ἀπλέτοις Πλάτ. Νόμ. 683Α· ― μ. λόγου, μ. τῶν λόγων, μακρὰ ὁμιλία, Αἰσχύλ. Εὐμ. 201, Σοφ. Ο. Κ. 1139· ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Θουκ. 4. 62. 3) ἐπὶ μεγέθους, ὄγκου ἢ βαθμοῦ, μέγεθος, ὄλβου Ἐμπεδ. 15, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 393. ΙΙ. τὸ μῆκοςμῆκος ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ μῆκος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς εὖρος ἢ ὕψος, Ἡρόδ. 1. 181, κτλ.· ἐς μῆκος 2. 155· ― κατὰ πλάτος, διεξοδικῶς, ἐν ἐκτάσει, σὺ δ’ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλά συντόμως Σοφ. Ἀντ. 446. β) μῆκος, κατὰ τὸ ὕψος, Ὀδ. Λ. 312. γ) κατὰ τὸ μέγεθος, Σοφ. Ἀντ. 393. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ μακρός. Ἐντεῦθεν σχηματίζεται τὸ μήκιστος, ὑπερθετ. τοῦ μακρός· πρβλ. μέγας ἐν τέλ.).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 longueur ; particul. haute taille ; longueur d’un discours ou d’un livre, prolixité ; adv. • μῆκος, longuement;
2 p. ext. grandeur.
Étymologie: R. Μακ, être long ; cf. μακρός.

English (Autenrieth)

length, lofty stature, Od. 20.71.