ὄροφος: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> roseau dont on couvre les maisons;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> toiture ; toit <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐρέφω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> roseau dont on couvre les maisons;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> toiture ; toit <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐρέφω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ἐρέφω]]): reeds [[for]] thatching, Il. 24.451†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἐρέφω)
A reed used for thatching houses, described as λαχνήεις, Il.24.451 : distd. fr. κάλαμος, etc., Arist.Fr.268. II = ὀροφή, roof, Orac. ap. Hdt.7.140, A.Supp.650 (lyr.), Ar.Lys.229, Th. 1.134, Pl.R.417a, etc.: pl., ὀρόφους Φοίβου, i.e. his temple, E.Ion89 (anap.). 2 cover of a wagon, Paus.1.19.1.
German (Pape)
[Seite 386] ὁ, Rohr, womit man die Häuser deckt, Dachrohr; καθύπερθεν ἔρεψαν λαχνήεντ' ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, Il. 24, 251; Dach, Decke, Aesch. Suppl. 638; εἰς ὀρόφους Φοίβου, Eur. Ion 89; Ar. Lys. 229; τοῦ οἰαήματος τὸν ὄροφον ἀφεῖλον, Thuc. 1, 134; οὐδ' ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον ἰέναι, Plat. Rep. III, 417 a, wie auch wir ähnlich sagen »unter einem Dache mit Einem leben«.
Greek (Liddell-Scott)
ὄροφος: ὁ, (ἐρέφω) ὁ κάλαμος ὃν μετεχειρίζοντο πρὸς ἐπιστέγασιν οἰκιῶν, περιγραφόμενος ὡς λαχνήεις, Ἰλ. Ω. 451 (ἴδε ἐν λέξ. ἐρέφω)· διακρινόμενος ἀπὸ τοῦ κοινοῦ καλάμου, κτλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 252. ΙΙ = ὀροφή, στέγη, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 650, Ἀριστοφ. Λυσ. 229, Θουκ. 1. 134, Πλάτ. Πολ. 417Α· - ἐν τῷ πληθυν. ὡς τὸ Λατιν. tecta, ὄροφοι Φοίβου, ὁ ναὸς αὐτοῦ, Εὐρ. Ἴων 89. 2) τὸ ἐπιστέγασμα ἁμάξης, Παυσ. 1. 19, 1. - Τὰ ἐκ τοῦ ὄροφος σύνθετα διὰ τοῦ ω γράφονται, ὅτε ἡ προηγουμένη συλλαβὴ βραχεῖα, διὰ τοῦ ο δέ, ὅτε ἡ προηγουμένη μακρά, ὁμωροφος, ἀνώροφος, διώροφος, τριώροφος, πολυώροφος· ὑψόροφος, χρῡσόροφος, ἀλλ’ ὅμως τετρώροφος, πεντώροφος, Ζηκίδ. ἐν Χρηστ. Λεξικῷ ἐν λέξ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 roseau dont on couvre les maisons;
2 p. ext. toiture ; toit en gén.
Étymologie: ἐρέφω.