Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φοινίκεος: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
(Bailly1_5)
(sl1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=έα, εον;<br />d’un rouge de pourpre, écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹.
|btext=έα, εον;<br />d’un rouge de pourpre, écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹.
}}
{{Slater
|sltr=<b>φοινῑκεος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[red]] χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18) φοι] νικέας τ [?fr. 345b. 4.
}}
}}

Revision as of 12:22, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίκεος Medium diacritics: φοινίκεος Low diacritics: φοινίκεος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΕΟΣ
Transliteration A: phoiníkeos Transliteration B: phoinikeos Transliteration C: foinikeos Beta Code: foini/keos

English (LSJ)

[ῑ], έα, εον: (

   A φοῖνιξ B.1):—purple-red, crimson, and (generally) red, νέφος Xenoph.32.2; ῥόδα Pi.I.4(3).18(36); προμαχεῶνες Hdt.1.98; εἷμα Id.2.132, cf. 7.76, 9.22; ὄνυχες Hp.Int.29; σύκινα φ., a variety of fig, PCair.Zen.33.12 intr. (iii B.C.); metaph., blushing, αἰδώς Erinn.Fr.i B 34 Diehl2; contr. φοινῑκοῦς, ῆ, οῦν, Hp. Mul.1.95, X.An.1.2.16, Cyr.7.1.2, Arist.HA592b24, Dsc.3.153; σκηναί Plb.6.41.7; χιτών, as signal for battle, Plu.Pomp.68, Brut.40; γράμματα D.C.40.18; τὸ φ. dark red, Arist.Metaph.1057a25, al.; less bright than τὸ ἁλουργές, Id.Col.792a14 (φοινικά must be corrected to φοινικᾶ in Dsc.2.176, cf. Suid. s.v. φοινικᾶ (but φοινικιᾶ Id. s.v. ἁπλᾶ)).    II prob. f.l. for Φοινικικός, Thphr.HP3.12.3.

German (Pape)

[Seite 1295] zsgzgn φοινικοῦς, 1) purpurroth; ῥόδα Pind. I. 3, 36; χρῶμα Tim. Locr. 101 c; Her. 1, 98. 2, 132. 7, 76; χιτῶνες Xen. Cyr. 7, 1,2; Pol. 12, 2,4 und Sp. – 2) von der Palme gemacht, in welcher Bdtg Her. immer die Form φοινικήϊος hat.

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκεος: [ῑ], έα, εον, (φοῖνιξ Α. 1. 2)· ― πορφυροκόκκινος ὡς τὸ βαθὺ κόκκινον χρῶμα τοῦ ἄνθους τῆς ῥοιᾶς, καθόλου δὲ ἐρυθρός, κόκκινος, Λατιν. puniceus, Σιμωνίδ. 23· ῥόδα Πινδ. Ι. 4 (3). 30· προμαχεῶνες Ἡρόδ. 1. 98· εἷμα ὁ αὐτ. 2. 132, πρβλ. 7. 76., 9. 22. ― Ἀττ. συνῃρ. φοινῑκοῦς, ῆ, οῦν, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16, Κύρ. Παιδ. 7. 1, 2, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5· τὸ φοινικοῦν, τὸ βαθὺ ἐρυθρὸν χρῶμα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 7. 2, κ. ἀλλ.· ἧττον λαμπρὸν ἢ τὸ ἁλουργές, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 2, 2 κἑξ.· πρβλ. ἀργυροῦς, χαλκοῦς, χρυσοῦς, ἐκ τοῦ ἀργύρεος, κλπ. Πολλαχοῦ οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον τὴν γραφήν, φοινικὰ ἀντὶ φοινικᾶ, π. χ. Διοσκ. 2. 207, Δίων Κάσσ. 40. 18, πρβλ.. Σουΐδ. ἐν λ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 148, Παραλ. 286. ― Πρβλ. φοῖνιξ Β, φοινίκιος.

French (Bailly abrégé)

έα, εον;
d’un rouge de pourpre, écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹.

English (Slater)

φοινῑκεος
   1red χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18) φοι] νικέας τ [?fr. 345b. 4.