σκιά: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />ombre :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> ombre d’une personne <i>ou</i> d’une chose ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> pour signifier une chose vaine : μάχεσθαί [[τῳ]] περὶ σκιᾶς XÉN disputer contre qqn pour une ombre ; καπνοῦ [[σκιά]] SOPH l’ombre d’une fumée ; [[ἄνθρωπος]] σκιᾶς [[ὄναρ]] PIND l’homme est le rêve d’une ombre;<br /><b>2</b> ombre dans un dessin : σκιᾶς [[ἀπόχρωσις]] <i>ou</i> [[φθορά]] PLUT dégradation de l’ombre;<br /><b>II.</b> ombre des morts ; <i>p. anal.</i> ombre, fantôme;<br /><b>III.</b> ombre, convive non invité qu’on amenait avec soi à un repas.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> khâyâ, ombre. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br />ombre :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> ombre d’une personne <i>ou</i> d’une chose ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> pour signifier une chose vaine : μάχεσθαί [[τῳ]] περὶ σκιᾶς XÉN disputer contre qqn pour une ombre ; καπνοῦ [[σκιά]] SOPH l’ombre d’une fumée ; [[ἄνθρωπος]] σκιᾶς [[ὄναρ]] PIND l’homme est le rêve d’une ombre;<br /><b>2</b> ombre dans un dessin : σκιᾶς [[ἀπόχρωσις]] <i>ou</i> [[φθορά]] PLUT dégradation de l’ombre;<br /><b>II.</b> ombre des morts ; <i>p. anal.</i> ombre, fantôme;<br /><b>III.</b> ombre, convive non invité qu’on amenait avec soi à un repas.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> khâyâ, ombre. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:07, 17 August 2017
English (LSJ)
ᾶς, Ion. σκῐή, ῆς, ἡ,
A shadow, Od.11.207; σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς like the shadow that is one's double, E.Andr.745; ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν Id.HF973: prov., τὴν αὑτοῦ σ. δέδοικεν Ar.Fr.77, cf. Pl.Phd.101d. 2 reflection, image (in a bowl of oil), Sch.Il.17.755. 3 shade of one dead, phantom, Od.10.495, A.Th.992 (lyr.), S.Aj.1257; σποδόν τε καὶ σκιάν Id.El.1159; κατθανὼν δὲ πᾶς ἀνὴρ γῆ καὶ σ. E.Fr.532; σκιᾷ τινι λόγους ἀνέσπα S.Aj.301; also, of one worn to a shadow, A.Eu.302; κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ σ. Id.Niob. in Bull.Soc.Alex.No.28p.110; φωνὴ καὶ σ. γέρων ἀνήρ E.Fr.509: freq. in proverbs of man's mortal estate, σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Pi.P.8.95; εἴδωλον σκιᾶς A.Ag.839, cf. S.Fr.659.6; ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα . . ἢ κούφην σ. Id.Aj.126; ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σ. μόνον Id.Fr.13; οὐδέν ἐσμεν πλὴν σκιαῖς ἐοικότες Id.Fr.945; of human affairs, εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν A.Ag.1328 (dub.l.); οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ σ. Id.Fr.399; καπνοῦ σκιὰν δέδοικεν Com.Adesp.692; of worthless things, τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην S.Ant. 1170, cf. Ph.946; καπνοὺς καὶ σκιάς Eup.51; ὅσ' ἂν γένηται ταῦτα πάντ' ὄνου σκιά S.Fr.331; περὶ ὄνου σκιᾶς [μάχεσθαι] Ar.V.191, cf. Pl.Phdr.260c; Archipp. wrote a Com. entitled Ὄνου σκιά; ἡ ἐν Δελφοῖς σ. that phantom at Delphi, of the Amphictyonic council, D.5.25; αἱ τοῦ δικαίου σ. mere shadows of... Pl.R.517d; σκιαὶ καὶ ἐν ὕδασιν εἰκόνες ib.510e; σκιαὶ τῶν ὄντων, ἀλλ' οὐκ εἰδώλων σ. ib.532c; στιγμὴ ἢ σ. τούτων D.21.115; ἂν ἔχῃ φίλου σκιάν Men. 554. 4 evil spirit, Hippiatr.130, PMasp.188.5 (vi A.D.). II shade of trees, etc., as a protection from heat, πετραίη τε σκιή the shade of a rock, Hes.Op.589; ἐν σκιῇ ἑζόμενος ib.593; ἐν συμμιγεῖ σκιᾷ Pl.Phdr.239c; εἰ ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο ἡ μάχη Hdt.7.226; ὑπὸ σκιᾶς E.Ba.458; εἰσελθὼν ὑπὸ τὴν σκιὰν καθέζεσθαι And.1.38; θέρους σκιὰν παρέχειν Pl.Ti.76d; ἐν σκιᾷ, i.e. indoors, X.Smp.2.18, cf. Cyn.3.3; σκιὰν ὑπερτείνασα Σειρίου κυνός shade from its heat, A.Ag.967: pl., αἱ τῶν δένδρων, αἱ τῶν πετρῶν σ., X.Cyr.8.8.17; ὑπὸ σκιαῖς Id.Oec.20.18, cf. 5.9. III shadow in painting, τὰ λαμπρὰ τῇ σκιᾷ τρανότερα ποιοῦσι Plu.2.863e, cf. 407a, D.H.Is.4, Longin.17.3; ἀνθρώπων πρῶτος ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς, of the painter Apollodorus, Plu.2.346a, cf. Hsch. 2 silhouette, profile, Διόδωρος σ. Ἀντιφίλου ἐποίησεν Sammelb.344 (Alexandria, ii B.C.). 3 perh. coloured border on a garment, καλάσηριν ἢ ὑπόδυμα μὴ ἔχον σκιάς IG5(1).1390.19, cf. 24 (Andania, i B.C.), cf. Men.561, BGU1141.41,43 (i B.C.). IV an uninvited guest, introduced by another (Lat. umbra), Plu.2.707a, Ael.Fr.110. (Cf. Skt. chāyā´ 'shadow'.)
German (Pape)
[Seite 897] ἡ, ion. σκιή, der Schatten; Od. 11, 207; auch die Schatten der Abgeschiedenen, 10, 495, wie πότνιά τ' Οἰδίπου σκιά Aesch. Spt. 961, vgl. 976; Pind. sagt σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος, P. 8, 95; πετραίη τε σκιή (wo σκ keine Position macht), Hes. O. 591, Felsenschatten; so öfter von schattigen, Kühlung u. Erquickung gewährenden Orten, O. 545; ὑπὸ σκιῇ ἐστιν ἡ μάχη, Her. 7, 226; Plat. u. sonst in Prosa, ᾔσθου ἐμὲ διὰ θάλπ ος μαχόμενόν τῳ περὶ σκιᾶς, Xen. Mem. 1, 6, 6; bekannt ist περὶ ὄνου σκιᾶς, Plat. Phaedr. 260 c, vgl. Ar. Vesp. 191; Zenob. 6, 28 u. app. paroem. 4, 26; auch περὶ τῆς ἐν Δελφοῖς σκιᾶς πολεμῆσαι, Dem. 5, 25. – Uebertr., das Schwache, εὐτυχοῦντα μὲν σκιά τις ἂν τρέψειεν, Aesch. Ag. 1301; übh. das Nichtige, Vergängliche bezeichnend, ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα ἢ κούφην σκιάν, Soph. Ai. 126; ἀνδρὸς οὐκέτ' ὄντος, ἀλλ' ἤδη σκιᾶς, 1236; vgl. noch τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην, Ant. 1155; τὰ θνητὰ ἡγοῦμαι σκιάν, Eur. Med. 1224. – Der Umriß, Schattenriß, Sp. – Nach Suid. auch der ungebetene, mitgebrachte Gast, umbra, vgl. Plut. Symp. 7, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σκιά: ᾶς, Ἰων. σκιή, ῆς, ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― σκιά, «ἴσκιος» , Ὀδ. Λ. 207· σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς, ὡς ἡ σκιά, ἥτις εἶναι σύντροφος τοῦ ἀνθρώπου, Εὐρ. Ἀνδρ. 745· ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 973· παροιμ., τὴν αὐτοῦ σκιὰν δέδοικεν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 62, Πλάτ. Φαίδων 101D. 2) ἡ σκιὰ νεκροῦ, φάσμα, φάντασμα, Ὀδ. Κ. 495, Αἰσχύλ. Θήβ. 988 (πρβλ. Ἕρμανν. 955), Σοφ. Αἴ. 1257· σποδόν τε καὶ σκιὰν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1159· κατθανὼν δὲ πᾶς ἀνὴρ γῆ καὶ σκιὰ Εὐρ. Ἀποσπ. 536· σκιᾷ τινι λόγους ἀνέσπα Σοφ. Αἴ. 301· ὡσαύτως, ἐπὶ ἀνθρώπου κατίσχνου, καταντήσαντος ὡς σκιά, Αἰσχύλ. Εὐμ. 302· φωνὴ καὶ σκιὰ γέρων ἀνὴρ Εὐρ. Ἀποσπ. 512· ― συχν. ἐν παροιμίαις ἐπὶ τῆς θνητῆς τοῦ ἀνθρώπου καταστάσεως, σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Πινδ. Π. 8. 136· εἴδωλον σκιᾶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 839· πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 587. 6· ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα ... ἢ κούφαν σκιὰν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 126· ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 13· οὐδέν ἐσμεν πλὴν σκιαῖς ἐοικότες αὐτόθι 682· ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, εὐτυχοῦντα μὲν σκιά τις ἂν τρέψειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1328· οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ σκιὰ Σοφ. Ἀποσπ. 295· ἐπὶ πραγμάτων ἀναξίων λόγου, τἆλλ’ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1170, πρβλ. Φιλ. 946· καπνοὺς καὶ σκιὰς Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 14· ― τὰ πάντ’ ὄνου σκιὰ Σοφ. Ἀποσπ. 308· περὶ ὄνου σκιᾶς μάχεσθαι Ἀριστοφ. Σφ. 191, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 260C· ὁ Ἄρχιππ. ἔγραψε κωμῳδίαν ἐπιγραφομένην Ὄνου σκιά· ― ἡ ἐν Δελφοῖς σκιά, τὸ ἐν Δελφοῖς ἐκεῖνο φάντασμα, δηλ. τὸ Ἀμφικτυονικὸν συνέδριον, Δημ. 63 ἐν τέλ.· αἱ τοῦ δικαίου σκ., ἁπλαῖ σκιαὶ δικαιοσύνης καὶ οὐδὲν πλέον, Πλάτ. Πολ. 517D· σκιαὶ καὶ ἐν ὕδασιν εἰκόνες αὐτόθι 510Ε· σκιαὶ τῶν ὄντων, ἀλλ’ οὐκ εἰδώλων σκ. αὐτόθι 532C· στιγμὴ ἢ σκιὰ τούτων Δημ. 552. 7· ἂν ἔχη φίλου σκιὰν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 24. ΙΙ. ἡ σκιὰ δένδρου, κτλ., ὡς προφύλαξις ἀπὸ τῆς θερμότητος τοῦ ἡλίου, πετραίη σκιή, ἡ σκιὰ βράχου, Ἡσ. Ἔργ. κ . Ἡμ. 587 (ἔνθα ὑπάρχει βραχεῖα συλλαβὴ πρὸ τοῦ σκ)· ἐν σκιῆ ἐζόμενος αὐτόθι 591· εἰ ὑπὸ σκιῆ ἔσοιτο ἡ μάχη Ἡρόδ. 7. 226· ὑπὸ σκιᾶς Εὐρ. Βάκχ. 458, ἴδε συμμιγής· ὑπὸ σκιὰν εἰσελθὼν καθίζεσθαι Ἀνδοκ. 6. 14· σκιὰν παρέχειν Πλάτ. Τίμ. 76D· ἐν σκιᾷ, δηλ. ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ξεν. Συμπ. 2, 18, πρβλ. 3, 3 (ἴδε ἐν λ. σκιατροφέω)· σκιὰν ὑπερτείνασα Σειρίου κυνός, σκιὰν ἀπὸ τῆς θερμότητος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 967· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ τῶν δένδρων καὶ αἱ τῶν πετρῶν σκιαὶ Ξεν. Κύρ. 8. 8, 17· ὑπὸ σκιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 20, 18, πρβλ. 5, 9. ΙΙΙ. σκιὰ ἐν τῇ ζωγραφικῇ, τὰ λαμπρὰ τῇ σκιᾷ τρανότερα ποιοῦσι Πλούτ. 2. 863Ε, πρβλ. 407Α, καὶ ἴδε σκιαγράφος. IV. ὡς τὸ Λατ. umbra, ἀπρόσκλητος φίλος, ὃν δηλ. ἄλλος φίλος προσκαλεῖ καὶ φέρει μεθ’ ἑαυτοῦ. Πλούτ. 2. 707Α. Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀπίκιος, Ἡσύχ. Ἐντεῦθεν σκιάω, σκιάζω, σκιερός, σκιάς, σκιάδειον· πρβλ. Σανσκρ. khâ-yâ ἀντὶ skâyâ (σκιά)· Ἀρχ. Σκανδιν. sky, Ἀρχ. Σαξον. sci-o (νέφος)· ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ σκηνή, σκότος· ― ἐξ ἐπιτεταμένου δὲ τύπου τῆς ῥίζης ὑπάρχει τὸ Γοτθ. skad-us (σκιά), καὶ ἴσως τὸ Λατ. ca-sa, ca-ssis, ca-strum (ἀντὶ scad-sa, κτλ.)· ― σκέπω, σκέπας, σκέπη εἶναι ὡσαύτως συγγενῆ πιθανῶς).
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
ombre :
I. au propre ombre d’une personne ou d’une chose ; particul. :
1 pour signifier une chose vaine : μάχεσθαί τῳ περὶ σκιᾶς XÉN disputer contre qqn pour une ombre ; καπνοῦ σκιά SOPH l’ombre d’une fumée ; ἄνθρωπος σκιᾶς ὄναρ PIND l’homme est le rêve d’une ombre;
2 ombre dans un dessin : σκιᾶς ἀπόχρωσις ou φθορά PLUT dégradation de l’ombre;
II. ombre des morts ; p. anal. ombre, fantôme;
III. ombre, convive non invité qu’on amenait avec soi à un repas.
Étymologie: cf. skr. khâyâ, ombre.