θεμιτός: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />réglé par les lois divines <i>ou</i> humaines ; [[οὐ]] θεμιτόν (ἐστι) il n’est pas permis par les lois, avec l’inf..<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]]. | |btext=ή, όν :<br />réglé par les lois divines <i>ou</i> humaines ; [[οὐ]] θεμιτόν (ἐστι) il n’est pas permis par les lois, avec l’inf..<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>θεμῐτός</b> <br /> <b>1</b> [[rightful]] “σέ (= Ἀπόλλωνα), τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει [[θιγεῖν]]” (P. 9.42) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 17 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (θέμις)
A allowed by the laws of God and men, righteous, οὐ θεμιτόν [ἐστι],= οὐ θέμις, c. inf., οὐ θ. οἱ ἔφασκε πίνειν οἶνον h.Cer.207, cf. Pi.P.9.42, S.OT993, OC1758 (anap.), E.Or.97, Theoc.5.136, etc.: in Prose, Hdt.3.37,5.72, Pl.Ap.30d, IG 2.1059.16, 14.1390; μηδὲ θεμιτὸν . . μηδ' ὅσιον D.21.148: in pl., τὰ μὴ θεμίτ' ἦν [ἰδεῖν] dub. l. in Call.Lav.Pall.78. Adv. -τῶς Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1194] = θεμιστός, gew. mit der Negation, οὐ θεμιτόν, Pind. P. 9, 43; ἀλλ' οὐ θεμιτὸν γὰρ κεῖσε μολεῖν Soph. O. C. 1755; ἦ ῥητόν; ἢ οὐ θεμιτὸν ἄλλον εἰδέναι; O. R. 993, wo des Verses wegen θεμιστόν geändert wird; σοὶ δ' οὐχὶ θεμιτὸν πρὸς φίλον στείχειν τάφον Eur. Or. 97; Phoen. 615; οὗ δῆτ' ἀνδράσιν οὐ θεμιτὸν εἰσορᾶν ὄργια σεμνὰ θεαῖν Ar. Th. 1150; auch in Prosa, gew. mit der Negation, Plat. Phaedr. 256 d Gorg. 497 c Phaed. 61 c, u. einzeln bei Sp., οὐ θεμιτὸν εἶναι χωλὸν γενέσθαι βασιλέα Plut. Agesil. 3; οὔτε ὅσιον οὔτε θεμιτόν D. Hal. 9, 13; εἰ θεμιτὸν εἰπεῖν S. Emp. adv. gramm. 81. – Adv., VLL.
Greek (Liddell-Scott)
θεμῐτός: -ή, -όν, (θέμις) ὡς τὸ θεμιστός, σύμφωνος πρὸς τοὺς θείους καὶ ἀνθρωπίνους νόμους, ὅσιος, δίκαιος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 207˙ οὐ θεμιτόν ἐστι, ὡς τὸ οὐ θέμις, μετ’ ἀπαρ., Πίνδ. Π. 9. 75, Σοφ. Ο. Τ. 993, Ο. Κ. 1758, Εὐρ., κτλ.˙ οὕτω παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 3. 37., 5. 72, Πλάτ. Ἀπολ. 30D, Συλλ. Ἐπιγρ. 26, 103. 16, κτλ.˙ μηδὲ θεμιτὸν... μηδὲ ὅσιον Δημ. 562. 20˙ ὡσαύτως κατὰ πληθ., τὰ μὴ θεμίτ’ ἧς ἰδεῖν Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλάδ. 78. - Ἐπίρρ. -τῶς, Φώτ., Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
réglé par les lois divines ou humaines ; οὐ θεμιτόν (ἐστι) il n’est pas permis par les lois, avec l’inf..
Étymologie: θέμις.
English (Slater)
θεμῐτός
1 rightful “σέ (= Ἀπόλλωνα), τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” (P. 9.42)