ἀλλοῖος: Difference between revisions
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=of [[another]] [[sort]], [[different]]; implying [[inferiority]], Od. 19.265. | |auten=of [[another]] [[sort]], [[different]]; implying [[inferiority]], Od. 19.265. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ἀλλοῑος</b> <br /> <b>1</b> of [[different]] kinds [[always]] [[with]] [[another]] ἀλλο-[[word]]. ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι (O. 7.95) ἄλλον ἀλλοίων [[ἀχέων]] ἔξαγεν (P. 3.50) [[ἄλλοτε]] δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων (P. 3.104) [[ἄλλοτε]] δ' [[ἀλλοῖος]] [[οὖρος]] πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει (I. 4.5) ἄλλοτ' ἀλλοῖα φρόνει [[keep]] [[different]] moods [[for]] [[different]] times fr. 43. 5. frag. [[ἄλλο]][τε δἀλ]λοῖαι περι[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:28, 17 August 2017
English (LSJ)
α, ον, (ἄλλος)
A of another sort or kind, different, Il.4.258, 5.638 (v.l.), Od.16.181, etc.; ἄλλοτε ἀλλοῖος Pi.I.4(3).5, cf. P.3.104, Diog.Apoll.2 : prov., ἢν πολλὰ βάλλῃς, ἄλλοτ' ἀλλοῖον βαλεῖς 'every bullet has its billet', Com.Adesp.448 ; ἀλλοῖα φρονεῖν Emp. 108 ; ἀλλοῖόν τι, euphem. for κακόν τι, other than good, Hdt.5.40 ; εἴ τι γένοιτο ἀ. Arcesil. ap. D.L.4.44 ; ἂν . . [ὁ λόγος] ἀλλοιότερος φαν D. Prooem.32.4, cf.Alex.Aphr.Pr.1.99 :—foll. by ἤ... Hdt.2.35, Pl.Ap. 20c, etc.; or by gen., Id.Lg.836b :—Comp. ἀλλοιότερος Hdt.7.212, Th.4.106, D.l.c., Arist.Cael.280a12 ; ἀλλοιέστερος Epich.186, cf. Sch.Od.2.190. 2 containing or subject to diversity, Porph.Sent. 20,21. II Adv. -ως otherwise, Pl.Ly.212d : Comp. -ότερον X. Mem.4.8.2 ; -οτέρως worse, Charis.80.17.
German (Pape)
[Seite 103] α, ον, anders beschaffen, verschieden im Vergleich mit etwas, Hom. dreimal, Od. 16, 181 ἀλλοῖός μοι, ξεῖνε, φάνης νέον ἠὲ πάροιθον, 19, 265 ἀλλοῖον ἄνδρα, Iliad. 4, 258 ἀλλοίῳ ἐπὶ ἔργῳ; – ἀλλοίην φύσιν παρεχόμενος ἢ οἱ ἄλλοι Her. 2, 35; Plat. ἀλλοῖος, ἢὁ σός Conv. 193 d cf. Men. 87 b; ἢ τοιοῦτος Rep. VIII, 559 b; ἀλλοίους ποιεῖς δρομεῖς τε καὶ παλαιστάς Xen. Mem. 3, 10, 6; mit dem gen. νόμοι ἀλλοῖοι τῶν πολλῶν τρόπων Plat. Legg VIII, 836 b Men. 87 c; – ἀλλοῖόν τι hat zuw. die Bdtg des schlimmen, unglücklichen, euphemistisch für κακόν, Her. 5, 40; vgl. D. L. 4, 44. – Bes. oft verb. mit ἄλλοτε, ἄλλοτ' ἀλλοῖαι αὖραι, πνοαί Pind. Ol. 7, 95 P. 3, 104 vgl. I. 3, 13; Hes. O. 481 ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος Ζηνὸς νόος, bald ist er so, bald anders; vgl. Simonid. mul. 11; oft bei Plat., z. B. φαίνεται ἄλλοτε ἀλλοῖον, zu verschiedenen Zeiten crscheint es verschieden, Tim. 50 c; Xen. Cvr. 8, 2, 6. – Compar. Her. 7, 212; Thuc. 4, 106 ἀλλοιότεροι ἐγένοντο τὰς γνώμας, wurden anderen Sinnes, mehr entfremdet; Plat. Crit. 46 d u. sonst, dem posit. fast gleichbedeutend; ἀλλοιέστερον Schol. Od. 2, 190, auch Epicharm. nach Eust. 1441, 15. – Xen. adv. ἀλλοιότερον βιούς, anders, Mem. 4, 8, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοῖος: α, ον (ἄλλος), ἄλλου εἴδους, διάφορος, ἐν συγκρίσει πρός τι ἄλλο, Ἰλ. Δ. 258, Ὀδ. Π. 181, Πίνδ., κτλ.· ἄλλοτε ἀλλοῖος, Πινδ. Ι. 4. 8 (3. 23), κτλ., ἀλλοῖόν τι, κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ κακόν τι, κυρίως = ἄλλο τι ἢ καλόν, Ἡρόδ. 5. 4· εἴ τι γένοιτο ἀλλοῖον, Διογ. Λ. 4. 44· ἄν… [ὁ λόγος] ἀλλοιότερος φανῇ, Δημ. 1442. 11, πρβλ. ἕτερος: ― ἕνεκα τῆς συγκριτικῆς αὐτοῦ δυνάμεως δύναται ἐνίοτε νὰ ἀκολουθῆται ὑπὸ τοῦ ἤ…, Ἡρόδ. 2. 35, Πλάτ. Ἀπολλ. 20C, κτλ. ἢ ὑπὸ γεν., ὁ αὐτ. Νόμ. 836Β: ― ἀλλ’ ἐν πραγματικῷ συγκριτ. τύπῳ ἀλλοιότερος ἀπαντᾷ ἐν Ἡροδ. 7. 212, Θουκ. 4. 106. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 1. 10, 9· ― μεταγενέστ. ἀλλοιέστερος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 190, Εὐστ. 2) ἁπλῶς = διάφορος τὸ εἶδος, Πινδ. Π. 3. 90, 187. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, ἄλλως, κατ’ ἄλλον τρόπον, Πλάτ. Λυσ. 212· Συγκρ. -ότερον, Ξεν. Ἀπομ. 4. 8, 2: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διαφόρως, κατ’ ἄλλον τρόπον, Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. Μεταφ. 3, 5. 11.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 différent, de nature autre ; ἀλλοῖος ἤ autre que ; ἄλλοτε ἀλλοῖος tantôt d’une façon, tantôt d’une autre;
2 autre (que ce qu’il faudrait), càd malheureux, mauvais, pire, fâcheux.
Étymologie: ἄλλος.
English (Autenrieth)
of another sort, different; implying inferiority, Od. 19.265.
English (Slater)
ἀλλοῑος
1 of different kinds always with another ἀλλο-word. ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι (O. 7.95) ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν (P. 3.50) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων (P. 3.104) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει (I. 4.5) ἄλλοτ' ἀλλοῖα φρόνει keep different moods for different times fr. 43. 5. frag. ἄλλο[τε δἀλ]λοῖαι περι[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 7.